Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

Πολιτική συνείδηση και πολιτισμός του Κρατισμού - Μίχαηλ Μπακούνιν


Είναι δυνατό και μέσα από την πιο έξυπνη εμπνευσμένη και ενεργητικά εκφρασμένη προπαγάνδα να μεταφυτέψουμε στις μεγάλες μάζες ενός έθνους τάσεις φιλοδοξίες ,πάθη και σκέψεις που είναι απόλυτα ξένες προς αυτές ,που δεν είναι προϊόν της ιστορίας ,των συνηθειών και των παραδόσεων; Μου Φαίνεται ότι ,όταν το ερώτημα τοποθετείται έτσι ,κάθε λογικός και ευαίσθητος άνθρωπος που δεν έχει ιδέα για τον τρόπο που αναπτύσσεται η λαϊκή συνείδηση, μπορεί να απαντήσει μόνο αρνητικά. Τελικά ,καμία προπαγάνδα δεν δημιούργησε ποτέ τεχνητά μια πηγή ή μια βάση για τις φιλοδοξίες και τις ιδέες αίνους λαού ,που είναι πάντοτε τα αποτέλεσμα της αυθόρμητης ανάπτυξης τους και των πραγματικών συνθηκών ζωής.
Τι μπορεί να κάνει τότε η προπαγάνδα; Μπορεί ,γενικά, να εκφράσει τα ίδια τα ένστικτα του προλεταριάτου με μια νέα ,πιο συγκεκριμένη και πιο κατάλληλη μορφή. Μπορεί μερικές φορές να συντομεύσει και να διευκολύνει το ξύπνημα της συνείδησης των ίδιων των μαζών. Μπορεί να τις κάνει να συνειδητοποιήσουν το τι είναι ,τι αισθάνονται και τι ήδη επιθυμούν παρορμούνε από τα ένστικτα ,αλλά ποτέ η προπαγάνδα δεν μπορεί να τις κάνει ότι δεν είναι, ούτε να ξυπνήσει μέσα στην καρδιά τους πάθη που είναι ξένα με τη ίδια τους την ιστορία. Τώρα να συζητήσουμε το ζήτημα αν με την προπαγάνδα είναι δυνατό να αποκτήσει ένας λαός πολιτική συνείδηση. Για πρώτη φορά πρέπει να καθορίσουμε τι είναι πολιτική συνείδηση για τις λεκές μάζες. Δίνω έμφαση στη φράση για τις λεκές μάζες ,γιατί ξέρουμε πολύ καλά ότι για τις προνομιούχες τάξεις πολιτική συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά το δικαίωμα για κατάκτηση που είναι εγγυημένο και κατοχυρωμένο ,του εκμεταλευτου της εργασίας των μαζών και το δικαίωμα να τις κυβερνά ,ώστε να εξασφαλίζει αυτήν την εκμετάλλευση. Αλλά για τις μάζες ,που είναι υποδουλωμένες ,που εξουσιάζονται και αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης σε συνίσταται η πολιτική συνείδηση; Αυτή μπορεί να διασφαλιστεί μόνο από ένα πράγμα την θεά της εξέγερσης. Αυτή η μανά αποτελεί την απαραίτητη ιστορική προϋπόθεση για την πραγμάτωση κάθε μια χωριστά και όλων των ελευθέριων.
Βλέπουμε ότι αυτή η φράση, πολιτική συνείδηση μέσα σε όλη την πορεία της ιστορικής εξέλιξης ,κατέχει δυο εντελώς διαφορετικά νοήματα που αντιστοιχούν σε δυο αντιμαχόμενες απόψεις. Από την Σκόπια των προνομιούχων τάξεων ,η πολιτική συνείδηση σημαίνει κατάκτηση ,υποδούλωση κα τον αδιαχώριστο μηχανισμό για αυτή την εκμετάλλευση των μαζών :την δεσποτική κρατική οργάνωση. Από την Σκόπια των μαζών ,έχει το νόημα της καταστροφής του κράτους. Κατά συνέπεια εννοεί πράγματα που είναι διαμετρικά αντίθετα. Τώρα ,είναι απόλυτα βέβαιο ότι ποτέ δεν υπήρξε κανένας λαός που να μην αισθάνθηκε στην αρχή της υποδούλωσης την ανάγκη να εξεγερθεί. Η εξέγερση αποτελεί φυσική τάση της ζωής. Ακόμα και το σκουλήκι στρέφεται ενάντια στο πόδι που το λειώνει. Γενικά , η ζωτικότητα και η σχετική αξιοπρέπεια ενός ζώου μπορεί να μετρηθεί από την δύναμη του ένστικτου της εξέγερσης. Μέσα στον κόσμο των ζωών ,όπως και στον ανθρώπινο κόσμο ,δεν υπάρχει καμιά συνήθεις πιο εξευτελιστική ,πιο ηλίθια ή πιο δειλή από την συνήθεια της δουλικής υποταγής και της καταπίεσης από κάποιον άλλον. Αμφισβητώ το ότι υπήρξε λαός που τόσο εκφυλισμένος που κάποτε, τουλάχιστον στην αρχή της ιστορίας τους που δεν εξεγέρθηκε ενάντια στο ζυγό των αφεντικών ,των εκμεταλλευτών και του κράτους.
Αλλά πρέπει να αναγνωριστεί επίσης ότι από την εποχή του μεσαίωνα ,το κράτος έχει καταστέλλει όλες τις λαϊκές εξεγέρσεις. Όλες οι αποκαλούμενα επαναστάσεις του παρελθόντος –συμπεριλαμβανομένης και της γαλλικής επανάστασης παρ΄ όλες τις υπέροχες ιδέες που ενέπνευσαν-δεν υπήρξαν τίποτε άλλο παρά η πάλη ανάμεσα σε αντίπαλες εκμεταλλεύτηκες τάξεις για την αποκλειστική απόλαυση των προνομιών που πρόσφερε το κράτος. Το μόνο που εκφράζουν είναι ο αγώνας για την κυριαρχία και την εκμετάλλευσης των μαζών.
Και οι μάζες; Αλίμονο !Πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι μάζες επέτρεψαν στον εαυτό τους να διαφθαρεί βαθιά και να γίνει απαθής από την καταστρεπτική επίδραση του διεφθαρμένου ,συγκεντρωτικού ,πολιτισμού του κρατισμού.

Μιχαήλ Μπακούνιν

Η ιδιοκτησία - Ερρίκο Μαλατέστα


Οι αντίπαλοι μας, ιδιοτελείς υπερασπιστές του συστήματος, συνηθίζουν να λένε, προκειμένου να υπερασπίσουν το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, ότι αυτό αποτελεί συνθήκη και εγγύηση της ελευθερίας.
Συμφωνούμε μαζί τους. Μήπως διαρκώς δεν επαναλαμβάνουμε ότι ο φτωχός είναι δούλος; Τότε, γιατί είναι αντίπαλοι μας; Ο λόγος είναι σαφής και συνίσταται στο ότι, στην πραγματικότητα, η ιδιοκτησία την οποία υπερασπίζονται είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία, δηλαδή ιδιοκτησία η οποία επιτρέπει σε ορισμένους να ζουν από την εργασία των άλλων, και η οποία, επομένως, προϋποθέτει μια τάξη απόκληρων, ακτημόνων, αναγκασμένων να πωλούν στους ιδιοκτήτες την εργατική τους δύναμη λιγότερο, από όσο αξίζει.
Ο κύριος λόγος της βάρβαρης εκμετάλλευσης της φύσης, αλλά και των δεινών των εργατών, των ανταγωνισμών και των κοινωνικών αγώνων, είναι το δικαίωμα στην ιδιοκτησία που παρέχει στους ιδιοκτήτες της γης, των πρώτων υλών και όλων των μέσων παραγωγής, την δυνατότητα να εκμεταλλεύονται την εργασία των άλλων και να οργανώνουν την παραγωγή όχι χάριν της ευημερίας του συνόλου, αλλά για να εξασφαλίσουν ένα μέγιστο κέρδος στον εαυτό τους.
Η ιδιοκτησία συνεπώς πρέπει να καταργηθεί. Η αρχή χάριν της οποίας πρέπει να παλέψουμε και ως προς την οποία δεν μπορούμε να συμβιβασθούμε, είτε νικήσουμε είτε ηττηθούμε, είναι ότι όλοι, πρέπει να κατέχουν τα μέσα παραγωγής, προκειμένου να εργάζονται χωρίς να υποτάσσονται στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, μικρή ή μεγάλη. Η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, θα έρθει, εάν έρθει, από την πίεση των περιστάσεων, από τα απτά πλεονεκτήματα της κομμουνιστικής διεύθυνσης και από το αναπτυσσόμενο πνεύμα αδελφοσύνης. Αλλά εκείνο που πρέπει να καταστραφεί αμέσως, ακόμη και βιαίως εάν χρειασθεί, είναι η καπιταλιστική ιδιοκτησία, το γεγονός δηλαδή ότι λίγοι ελέγχουν τον φυσικό πλούτο και τα εργαλεία παραγωγής και μπορούν να. υποχρεώνουν τους άλλους να εργάζονται γι' αυτούς. Ένας επιβεβλημένος κομμουνισμός θα ήταν η απεχθέστερη τυραννία που. θα μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους. Ο δε ελεύθερος και εθελούσιος κομμουνισμός δεν είναι παρά καθαρή ειρωνεία, εάν δεν έχει κανείς το δικαίωμα και την δυνατότητα να ζει σε ένα διαφορετικό καθεστώς, κολεκτιβιστικό, μουτουελιστικό ή ατομικιστικό κατά το δοκούν, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεση ότι δεν υφίσταται καμία καταπίεση ή εκμετάλλευση των άλλων.
Ο αγρότης, λοιπόν, είναι ελεύθερος να καλλιεργήσει το χωράφι του μόνος του, εάν το επιθυμεί ο υποδηματοποιός είναι ελεύθερος να συνεχίσει να εργάζεται στο εργαστήριο του και ο σιδηρουργός στο μικρό σιδηρουργείο του. Απομένει να δούμε αν, αδυνατώντας να βρουν βοήθεια ή ανθρώπους για να εκμεταλλευθούν -και δεν θα έβρισκαν κανέναν, διότι ουδείς, έχοντας ένα δικαίωμα επί των μέσων παραγωγής και όντας ελεύθερος να εργασθεί μόνος του ή ως ίσος ανάμεσα σε άλλους στις μεγάλες παραγωγικές οργανώσεις, θα ήθελε να τον εκμεταλλεύεται ένας μικρός εργοδότης- έλεγα λοιπόν, απομένει να δούμε αν αυτοί οι απομονωμένοι εργάτες θα θεωρήσουν βολικότερο να συνδεθούν με άλλους, εντασσόμενοι εκουσίως σε κάποια από τις υφιστάμενες κοινότητες.
Η καταστροφή των τίτλων ιδιοκτησίας δεν θα έβλαπτε τον ανεξάρτητο εργάτη, του οποίου ο πραγματικός τίτλος είναι η ικανότητα του και η εργασία την οποία επιτελεί.
Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η καταστροφή των τίτλων των ιδιοκτητών, οι οποίοι εκμεταλλεύονται την εργασία των άλλων και, προ πάντων, η απαλλοτρίωση τους για να περιέλθουν όντως η γη, τα κτήρια, τα εργοστάσια και όλα τα μέσα παραγωγής σε εκείνους οι οποίοι επιτελούν την εργασία. Είναι αυτονόητο ότι οι πρώην ιδιοκτήτες δεν θα έχουν παρά να συμμετέχουν στην παραγωγή, με όποιον τρόπο μπορούν, για να θεωρούνται ίσοι με όλους τους άλλους εργάτες.
Η ιδιοκτησία [κατά την επαναστατική περίοδο] πρέπει να είναι ατομική ή συλλογική; Και η κολεκτίβα, οποία θα έχει στην διάθεση της τα κοινά αγαθά, θα είναι τοπική ομάδα, η λειτουργική ομάδα, η βασιζόμενη στη πολιτική συγγένεια ομάδα, η οικογενειακή ομάδα - αποτελείται από ολόκληρο τον πληθυσμό ενός έθνος συνολικά και, τελικώς, από όλη την ανθρωπότητα; Ποιες μορφές θα προσλάβουν η παραγωγή και η διανομή; θα είναι ο θρίαμβος του κομμουνισμού (συνεργατική παραγωγή και ελεύθερη κατανάλωση για όλους),του κολεκτιβισμού (συλλογική παραγωγή και διανομή αγαθών βάσει της εργασίας που επιτελεί κάθε άτομο), ατομικισμού (στον καθένα ξεχωριστά η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η απόλαυση όλων προϊόντων της εργασίας του), ή άλλων σύνθετων μορφών τις οποίες θα υποδείξουν το ατομικό συμφέρον και' κοινωνικό ένστικτο, φωτισμένα από την εμπειρία;
Πιθανώς, κάθε εφικτή μορφή κατοχής και αξιοποίησης των μέσων παραγωγής και κάθε τρόπος διανομής των προϊόντων, θα δοκιμασθούν ταυτοχρόνως σε μια ή πολλές περιοχές, συνδυαζόμενα και τροποποιούμενα μέχρις όπου η εμπειρία δείξει ποια μορφή ή μορφές είναι η καταλληλότερη ή οι καταλληλότερες. Εν τω μεταξύ... η ανάγκη να μην διακοπεί η παραγωγή και η αδυναμία αναστολής της κατανάλωσης των αναγκαίων προς το ζην, θα καταστήσουν απαραίτητη την λήψη αποφάσεων για την συνέχιση της καθημερινής ζωής παράλληλα με την συνέχιση της απαλλοτρίωσης, θα πρέπει να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε, στο μέτρο δε που θα εμποδίζεται η δημιουργία και η εδραίωση νέων προνομίων, θα υπάρχει χρόνος για να βρεθούν οι καλύτερες λύσεις. Ποια είναι κατά την γνώμη μου η καλύτερη λύση την οποία θα έπρεπε κανείς να προσπαθεί να προσεγγίσει;
Χαρακτηρίζω τον εαυτό μου κομμουνιστή, διότι ο κομμουνισμός μου φαίνεται ότι είναι το ιδανικό το οποίο πρέπει να επιδιώκει η ανθρωπότητα, καθώς η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων και η αφθονία των αγαθών θα τους απαλλάξουν από τον φόβο της πείνας, καταστρέφοντας έτσι το μείζον εμπόδιο για την αδελφοσύνη τους.
Αλλά, πραγματικά, πολύ σημαντικότερα και από τις πρακτικές μορφές οργάνωσης, οι οποίες πρέπει αναπόφευκτα να εναρμονισθούν με τις συνθήκες και οι οποίες θα βρίσκονται σε μια διαρκή κατάσταση αλλαγής, είναι το πνεύμα από το οποίο θα εμφορούνται οι οργανώσεις αυτές και η μέθοδος που θα χρησιμοποιηθεί για την δημιουργία τους· το πλέον σημαντικό, πιστεύω, είναι ότι θα πρέπει να κατευθύνονται από το πνεύμα της δικαιοσύνης και την επιθυμία του γενικού καλού, και ότι θα πρέπει να επιτυγχάνουν τους σκοπούς τους πάντοτε ελευθέρως κι εθελουσίως.
Εάν όντως θα υπάρχει ελευθερία και πνεύμα αδελφοσύνης, τότε όλες οι λύσεις θα έχουν τον ίδιο στόχο τη, χειραφέτησης και της διαφώτισης του ανθρώπου και θα καταλήξουν να εναρμονισθούν δια της συγχωνεύσεως Εάν, αντιθέτως, δεν θα υπάρχει ελευθερία και η επιθυμία για το καλό όλων θα απουσιάζει, η όποια μορφή οργάνωσης δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα την αδικία την εκμετάλλευση και τον δεσποτισμό.
ΕΡΡΙΚΟ ΜΑΛΑΤΕΣΤΑ


Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο "Προς μια ελεύθερη Κοινωνία"

Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

Για την καπιταλιστική ιδιοκτησία – Πωλ Λαφάργκ - (Ιούνης 1903


Η ατομική ιδιοκτησία μπορεί να υπάρξει μονάχα σ’ ένα πρωτόγονο στάδιο της ανθρώπινης ζωής, μιας και εξαιτίας των διαλεκτικής φύσης της είναι ταυτόχρονα το προϊόν της εργατικής δύναμης του παραγωγού της κι επίσης το εργαλείο αναπαραγωγής της. Αυτά τα δύο ποιοτικά χαρακτηριστικά, θεωρούμενα ως σύμφυτα και αξεχώριστα της ατομικής ιδιοκτησίας, έχουν αφήσει τόσο έντονο το στίγμα τους στον ανθρώπινο νου που οι απολογητές του καπιταλισμού θεωρούν ηλιθιωδώς πως η περιουσία είναι η ανταμοιβή του μόχθου. Παρά ταύτα η καπιταλιστική παραγωγή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον όταν η ατομική ιδιοκτησία αποχωρίζεται από τις δύο θεμελιώδεις συνιστώσες της που τη δικαιολογούν. Η ατομική περιουσία είναι ακόμα, πράγματι, αποτέλεσμα του μόχθου, δεν ανήκει όμως πια στους εργάτες που τη δημιουργούν. Τα παραγωγικά μέσα (γη, μηχανήματα, ορυχεία κλπ) δεν αποτελούν ιδιοκτησία των μισθωτών εργατών που τα χρησιμοποιούν αλλά των καπιταλιστών που ούτε τα δημιούργησαν ούτε τα χρησιμοποιούν. Η καπιταλιστική ιδιοκτησία, κατά συνέπεια, δεν εκδηλώνει τις δυο συνιστώσες της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι οικονομολόγοι, οι ηθικολόγοι, οι φιλόσοφοι και οι πολιτικοί πασχίζουν σουλουπώσουν τη διαφορά με δικαιολογίες. Όντας ανίκανοι να προσδώσουν στον καπιταλιστή τον χαρακτήρα παραγωγού, του χαρίζουν την ιδιότητα του επιχειρηματία: Ο πλούτος του είναι λοιπόν αποτέλεσμα συσσώρευσης, θα πούνε. Αλλά, καθώς ο ίδιος δεν συμμετέχει στην εργασία, θα πρέπει λοιπόν να συσσωρεύει από τον μόχθο των άλλων – με άλλα λόγια, να κλέβει από τους εργάτες ένα μέρος από τους καρπούς του μόχθου τους, για να πλουτίσει ο ίδιος. Το επιχείρημα της συσσώρευσης λοιπόν είναι τόσο γελοίο όσο και άβολο, οπότε οι σημαντικότεροι πολιτικοί θα δώσουν γενναιόδωρα στον καπιταλιστή την ιδιότητα του διαχειριστή της εργασίας, του επικεφαλής της επιχείρησης, που μέσα από μια ιδιοφυή συνεργασία με τη μάζα των μισθωτών εργατών, κέρδισε τα πλούτη του. Όμως, απαντούν οι σοσιαλιστές, μιας και αυτές οι αρετές δεν ανήκουν στον καπιταλιστή αλλά στους μάνατζερς και τους τεχνοκράτες του, δεν μπορούν να δικαιολογούν τον δικό του πλουτισμό. Τότε, φτάνοντας στα ακρότατα της εφευρετικής τους διάνοιας, μετασχηματίζουν τις αμφιλεγόμενες αρετές του καπιταλιστή σε μια μεταφυσική οντότητα. Είναι λοιπόν η πιθανότητα, η τυφλή τύχη που τον καθιστά ιδιοκτήτη της περιουσίας. Η εμφάνιση των συνεταιριστικών επιχειρήσεων διαλύει αυτή τη μυθολογία, που τόσο επιμελώς διατηρείται, παρ’ όλες τις αποδείξεις περί του αντιθέτου. Ο καπιταλιστής που κατέχει μετοχές μιας επιχείρησης δεν έχει την παραμικρή σχέση με την παραγωγή. Ενδέχεται να αγνοεί πλήρως που διεξάγεται αυτή, ή ποια είναι η μορφή της. Λαμβάνει τα μερίσματά του και αυτό είναι το μόνο που αντιλαμβάνεται. Η συνεταιριστική επιχείρηση σπάει τα τελευταία δεσμά που ενώνουν τον ιδιοκτήτη με την ιδιοκτησία του, αποπροσωποποιεί την ιδιοκτησία. Οι μετοχές μιας συνεταιριστικής επιχείρησης μπορεί να ανήκουν στον έναν, στον άλλον, μπορεί να αλλάζουν χέρια κάθε μέρα στο χρηματιστήριο, τα εργοστάσια όμως συνεχίζουν την παραγωγή σαν να μην αλλάζει τίποτα. Οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις που δημιουργούν ένα είδος συλλογικής ιδιοκτησίας των μετόχων, αποδεικνύουν εν τέλει την απόλυτη αχρηστία της καπιταλιστικής παραγωγής και δείχνουν ξεκάθαρα την παρασιτική φύση της καπιταλιστικής τάξης. Δεν είναι οι κατέχοντες αλλά οι μη-κατέχοντες που αποδεικνύονται χρήσιμοι στο πεδίο της καπιταλιστικής παραγωγής. Η κοινωνική επανάσταση βέβαια θα φροντίσει για την εξάλειψη των καπιταλιστικών παρασίτων.
(το μετεφρασμένο κείμενο του Πωλ Λαφάργκ, γαμπρού του Κ. Μαρξ και συγγραφέα της γνωστής μπροσούρας "Το δικαίωμα στην Τεμπελιά", μας παραχωρήθηκε από το αρχείο των "εκδόσεων για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας)


Πωλ Λαφάργκ - (Ιούνης 1903)

σοσιαλισμός και αυτονομία volume 2


ΙΙ


Ο Μαρξ θεωρούσε σαν μια απ’ τις πιο βασικές συνεισφορές του την ιδέα ότι, ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, παρεμβάλλεται μια ιστορική φάση που χαρακτηρίζεται από τη «δικτατορία του προλεταριάτου»[1]. Από πολύν καιρό, ο όρος σήμαινε γι’αυτόν τη δικτατορική χρησιμοποίηση της υπάρχουσας εξουσίας και του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού απ’ το «προλεταριάτο», με σκοπό τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Σ’ αυτό, ο Μαρξ έμεινε «πίσω» απ’ τα ιστορικά γεγονότα που συνέβαιναν μπρος στα μάτια του. Στάθηκε ανίκανος να βγάλει το συμπέρασμα από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση – που παρ’ όλα ταύτα ενσωμάτωσε αμέσως «στη θεωρία του της ιστορίας» - το να μάθει δηλαδή ότι η επανάσταση δεν είχε και δε θά ‘χε απλώς μπορέσει να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς της τον παλιό «κρατικό μηχανισμό», αλλά να τον μεταβάλει απ’ άκρου σ’ άκρο, κι ότι σημαδεύτηκε και σ’αυτό, όπως και στ’ άλλα πεδία, από μιαν εξωπραγματική και βαθειά νεωτεριστική θεσμίζουσα δραστηριότητα από τα 1789 μέχρι τον Θερμιδώρ τουλάχιστον. Τέτοια είναι η καρκινική πορεία ακόμα και των πιο εξαιρετικών στοχαστών.

Θά ‘πρεπε να περιμένει την Κομμούνα του 1871, τη δημιουργία απ’ τους εργάτες και τον λαό του Παρισιού μιας νέας μορφής θέσμισης, για να δει σ’ αυτήν ο Μαρξ «τη μορφή που επιτέλους βρέθηκε της δικτατορίας του προλεταριάτου», και να πάρει απ’ αυτήν το τελικά φανερό μάθημα: ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί απλά να χρησιμοποιήσει τον παλιό κρατικό μηχανισμό, ότι θα πρέπει να τον καταστρέψει και να δημιουργήσει στη θέση του μια «εξουσία που δεν είναι πια κράτος με την τρέχουσα έννοια του όρου», γιατί δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τον οργανωμένο λαό, που χαρακτηρίζεται απ’ την εκλογή και τη διαρκή ανακλησιμότητα των όσων ασκούν δημόσια «λειτουργήματα», απ’ την εξαφάνιση των προνομίων των λειτουργών, κτλ. Κι είναι αυτή η σύλληψη, ξέρουμε, που υποστήριζε ο Λένιν «πριν» τον Οκτώβρη στο «Κράτος κι Επανάσταση». Ούτε ο Μαρξ ούτε ο Έγκελς, ούτε ο Λένιν, δε μίλησαν έστω και για μια στιγμή για το «Κόμμα» σαν «όργανο» (ούτε περισσότερο σαν «διευθυντικό όργανο») της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Θα μπορούσαμε ακριβώς να τους μεμφθούμε ακριβώς για το ότι «αγνόησαν» το πρόβλημα του Κόμματος και των κομμάτων – ξέροντας πως οι πολιτικοί διαχωρισμοί είναι δυνατοί, κι ακόμα αναπόφευκτοι, «στο εσωτερικό του προλεταριάτου». Αλλά, δεν «ταύτισαν» στα «γραπτά» τους την εξουσία του προλεταριάτου με την εξουσία του Κόμματός «του».

Η αλλαγή είναι ριζική στον Λένιν – και τον Τρότσκι – μετά τον Οκτώβρη. Μέσα στο «Κράτος κι Επανάσταση», ο Λένιν εξήγησε ότι η εξουσία του προλεταριάτου δεν είναι άλλο από την εξουσία των οργανισμών των μαζών, ότι κάθε κρατικός μηχανισμός «διαχωρισμένος» απ’ τον πληθυσμό θά ‘πρεπε να εξαφανιστεί, κτλ. Ακόμη κι όρος «Κόμμα» δεν υπάρχει μέσα στο «Κράτος κι Επανάσταση» σαν πολιτική σύλληψη. Από τότε που «καταλήφθηκε η εξουσία», η πρακτική του Λένιν, του Τρότσκι, των μπολσεβίκων σαν κόμματος, δεν είχε τίποτε το κοινό μ’ αυτή τη σύλληψη: αυτό που εγκαθιδρύθηκε και γρήγορα ισχυροποιήθηκε ήταν η εξουσία του «μοναδικού κόμματος». Είναι ανώφελο να επιμείνουμε στα επιχειρήματα με τα οποία ο Λένιν, και περισσότερο ο Τρότσκι, προσπάθησαν αργότερα να δικαιολογήσουν αυτή την πρακτική. Το να λέμε ότι το μπολσεβίκικο κόμμα υποχρεώθηκε αμυνόμενο ν’ αναλάβει μόνο του την εξουσία γιατί όλα τα άλλα κόμματα πρόδιναν ή καταπολεμούσαν την επανάσταση είναι καθαρή διαστρέβλωση: ούτε οι αναρχικοί, ούτε το σύνολο των εστέρων (σοσιαλεπαναστατών), ούτε ακόμη κι οι μενσεβίκοι, δεν αντιτιθόταν στην επανάσταση, αλλά μόνο στην πολιτική των μπολσεβίκων. Στην πραγματικότητα, η «δικαιολόγηση» της εξουσίας του μοναδικού κόμματος, δόθηκε καθαρά απ’ τον Λένιν 2-3 χρόνια αργότερα, στην «Παιδική Ασθένεια...» με τον ίδιο τρόπο του «Υλισμός κι Εμπειριοκριτικισμός»: μέσα στην κοινωνία υπάρχουν τάξεις, οι τάξεις αντιπροσωπεύονται από τα κόμματα, τα κόμματα διευθύνονται από τους ηγέτες. Ένα σημείο είναι όλο. Σε κάθε τάξη αντιστοιχεί («πραγματικά») ένα και μόνον ένα κόμμα, σε κάθε κόμμα μία και μόνο μία πολιτική γραμμή – άρα επίσης, μία και μόνο μία ηγετική ομάδα που εκφράζει, υπερασπίζεται κι αντιπροσωπεύει αυτή τη γραμμή.

Πώς, λοιπόν, αυτή η θέση – που παρμένη από μόνη της δείχνει μια τέτοιαν άγνοια, μια τέτοιαν απέραντη ηλιθιότητα, που δεν θα μπορούσαν οπωσδήποτε ν’ αποδοθούν ούτε στον Λένιν, ούτε στον Τρότσκι – κατάφερε να γίνει αποδεκτή; Δεν υπάρχουν παρά δύο δυνατοί τρόποι γι’ αυτό: κι οι δυο είναι ριζωμένοι στο βαθύτερο εσωτερικό του μαρξισμού σαν «συστήματος» και δείχνουν για άλλη μια φορά την αντινομία που αντιπαραθέτει αυτό το σύστημα στα επαναστατικά σπέρματα της σκέψης του Μαρξ, που εκφράστηκαν απ’ αυτόν ακόμη και στην αναγνώριση του (νεωτεριστικού) χαρακτήρα της Παρισινής Κομμούνας.

«Είτε» το προλεταριάτο φτάνει στην επανάσταση απόλυτα «ομογενοποιημένο», κι αυτό όχι μόνο απ’ την άποψη της «θέσης» του μέσα στην παραγωγή και των «ενδιαφερόντων» του, αλλά ακόμη και πάνω απ’ όλα αναφορικά με την «εκπροσώπηση» που κάνει λόγω αυτής της θέσης, μ’ αυτή την ομογενοποίηση να περιλαβαίνει επίσης κι αναγκαστικά την αυτοματική (ή περίπου) συμφωνία και ως προς τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να εγκαθιδρύσει τη νέα κοινωνία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει (α) ότι η εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας και οικονομίας πραγματώνει «αποτελεσματικά» αυτή την ομογενοποίηση, τουλάχιστον κατά το απαραίτητο (κι αυτό σε κάθε περίπτωση «οικουμενικά»). Σ’αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε το καθαρό χάσμα της σκέψης, όχι μόνο των μαρξιστών, αλλά και των ίδιων των Μαρξ και Λένιν: απ’ τη μια μεριά, θά ‘πρεπε να επιμείνουν σε μια θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας που θα κατοχύρωνε αυτή την ομογενοποίηση (χοντρικά στην κοινωνική χημεία του τόμου Ι του «Κεφαλαίου» που αποθέτει διαρκώς το κεφάλαιο στην άνοδο και το προλεταριάτο στην κάθοδο). Απ’ την άλλη μεριά, ήξεραν καλά πως αυτή η εικόνα είναι ψεύτικη (βλ. τα «λεγόμενα» του ώριμου Μαρξ και του Έγκελς πάνω στην αγγλική εργατική τάξη, ή του Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό» για την «εργατική αριστοκρατία»). Ξέρουμε καλά πια, ότι μια τέτοια ομογενοποίηση δεν υπάρχει, κι ούτε θα μπορούσε να υπάρξει. «Αλλά επίσης» ενώ η προηγούμενη κατάσταση δεν ήταν ικανοποιητική, (β) ότι σ’ αυτή την ομογενοποίηση της «πραγματικής ύπαρξης» αντιστοιχούσε αυτόματα μια συνείδηση ενοποιημένη και συνολική. Η «πραγματική» ομογενοποίηση δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε αν στην πράξη επικρατούσαν οι «αυταπάτες» κι οι «λαθεμένες αντιλήψεις». Αλλιώς θά ‘πρεπε να ξαναγυρίσουμε στην πιο χονδροειδή, στην πιο μηχανιστική εκδοχή της «θεωρίας της αντανάκλασης» (τέτοια, πχ που χρησιμοποίησε ο κ. Γκαροντί πριν ανακαλύψει το φως του Χριστού).

«Είτε», αναγνωρίζοντας τον εκθαμβωτικό παραλογισμό και την πρακτική ανουσιότητα αυτών των μύθων, μπροστά σ’ένα όχι ομογενοποιημένο, με «αυταπάτες» και «λαθεμένες αντιλήψεις» προλεταριάτο, αυτή η εκπληκτική κι ανυπόφορη ιδιότητα της διαφοράς απόψεων, θά ‘πρεπε να υποταχθεί σε μια ομάδα, σ’ένα Κόμμα, που δεν έχει αυταπάτες ούτε λαθεμένες αντιλήψεις κι απόψεις, γιατί κατέχει την αλήθεια, την αληθινή θεωρία. Πρέπει, λοιπόν, να ξεχωρίσουμε τους εργάτες σε αυτούς που σκέφτονται και δρουν σε συμφωνία με την «ουσία της ύπαρξής τους», και στους άλλους, που δεν είναι εργάτες παρά επιφανειακά και φαινομενικά, και σαν τέτοιους πρέπει να τους επιβληθεί σιωπή (στην καλύτερη περίπτωση να «διαπαιδαγωγηθούν πατρικά», στην χειρότερη, χαρακτηριζόμενοι κακοί εργάτες ή πράκτορες, να κλειστούν σε στρατόπεδα «συγκέντρωσης – αναμόρφωσης» ή να εκτελεστούν). Όντας αληθινή – δηλ. κατά την μαρξιστική άποψη, αντιστοιχώντας στα ενδιαφέροντα, τα συμφέροντα και τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης – η θεωρία (και το Κόμμα που την φέρει) μπορεί να περάσει πάνω από τα κεφάλια και τα πτώματα των εμπειρικών εργατών για να συναντήσει την ουσία ενός μεταφυσικού προλεταριάτου.

Οι διαφορετικές «θέσεις» των σύγχρονων μαρξιστών πάνω σ’αυτό το θέμα, προήλθαν από μια «διαλεκτική» σαλάτα αυτών των 2 ριζικά διαφορετικών συλλήψεων (και μεταξύ τους ασυμβίβαστων), σαλάτα της οποίας ο συνδετικός ζωμός είναι η διπροσωπία και η κακή πίστη.

Αλλά ας θεωρήσουμε το ίδιο το θέμα (καθ’ εαυτό). Ας υποθέσουμε (καθαρή υπόθεση) την ύπαρξη ενός μαρξιστή που αναγνωρίζει την πραγματικότητα, που παραδέχεται λοιπόν πως το «προλεταριάτο» δεν είναι αποτελεσματικά ομογενοποιημένο, και πως, ομογενοποιημένο ή όχι, μπορεί να περιέχει, και περιέχει στην πραγματικότητα, διαφορετικά ρεύματα σκέψης, και πως η κατοχή καμιάς θεωρίας δεν επιτρέπει (ούτε «δίνει δικαίωμα») να υπερπηδήσουμε αυτές τις απόψεις και ν’ αποφασίσουμε υποκαθιστώντας το προλεταριάτο και προς το συμφέρον του, το τι πρέπει να κάνει και το τι όχι (τέτοιος θά ‘ταν, πχ. ένας «συμβουλιακός» ή λουξεμπουργκιστής «τα σφάλματα του αυθόρμητου μαζικού κινήματος είναι ιστορικά απείρως γονιμότερα απ’ το αλάθητο της καλύτερης Κεντρικής Επιτροπής», που θά ‘χε ξεπεράσει τον οικονομικό μυστικισμό και μηχανικισμό, πχ. «Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου» - και θά ‘χε τα μάτια του ανοιχτά μπρος στην πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου). Μήπως ένας τέτοιος μαρξιστής θα μπορούσε ακόμη να μιλά, μένοντας συνεπής και τίμιος για τη «δικτατορία του προλεταριάτου», και να εννοεί με αυτό πραγματικά τη «δικτατορία» των αυτόνομων συλλογικών οργάνων του «προλεταριάτου»;

Ασφαλώς όχι. Κι αυτό για πολλούς λόγους.

Αρχικά, γιατί και μόνη η σύλληψη του «προλεταριάτου» έχει γίνει ολοκληρωτικά ανεπαρκής. Θα μπορούσαμε να μιλούμε για το «προλεταριάτο» σαν «υποκείμενο» της σοσιαλιστικής επανάστασης εφόσον πιστεύουμε πως μπορούμε να το κάνουμε να αντιστοιχίσει σε μια μαζική και καθαρή ιστορική πραγματικότητα, μια συμπαγή σύλληψη: στους χειρώνακτες εργάτες (ή όπως τό ‘χα κάνει σ’ όλη την πρώτη περίοδο του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» στους μισθωτούς εργαζόμενους, χειρώνακτες ή όχι, πού ‘ναι υποβιβασμένοι σε ρόλους καθαρής «εκτέλεσης»). Αλλά σήμερα, στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, σχεδόν όλοι είναι μισθωτοί. Οι χειρώνακτες εργάτες κι οι «καθαροί εκτελεστές» έχουν γίνει μειοψηφία μέσα στον πληθυσμό. Αν σκεφτόμαστε αυτούς τους τελευταίους, είναι αδύνατο να μιλούμε για «δικτατορία της συντριπτικής πλειοψηφίας πάνω σε μιαν ελάχιστη μειοψηφία» (Λένιν). Αν μιλήσουμε για «μισθωτούς» γενικά, φτάνουμε σε ανοησίες: μεγάλοι μηχανικοί, γραφειοκράτες, κτλ, περιλαμβάνονται στο «προλεταριάτο», φτωχοί αγρότες και τεχνίτες, όχι. Δεν πρόκειται για κοινωνιολογική, αλλά για πολιτική συζήτηση. Ή η «δικτατορία του προλεταριάτου» δε σημαίνει τίποτε, ή σημαίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι τα στρώματα που δεν ανήκουν στο προλεταριάτο δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, ή δεν έχουν παρά τα όσα περιορισμένα δικαιώματα τους παραχωρήσει καλόβολα το «προλεταριάτο». Οι πραγματικοί υποστηρικτές της «δικτατορίας του προλεταριάτου» θά ‘πρεπε να έχουν το θάρρος να εξηγήσουν ότι, είναι, για λόγους αρχής, υπέρ του περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων των αγροτών, τεχνικών, μασέρ-φυσιοθεραπευτών, κ.α.· επίσης, ότι η παρουσίαση ενός ιατρικού, λογοτεχνικού, φιλοσοφικού, κτλ, περιοδικού, θα εξαρτάται από διατάξεις που έθεσαν «από τα πριν» οι «προλετάριοι».

Και ποιος λοιπόν είναι «προλετάριος»; Και ποιος «καθορίζει» το ποιος είναι «προλετάριος» και ποιος όχι; Οι συγγραφείς κειμένων πάνω στην παραγωγική και όχι παραγωγική εργασία όπως καθορίζεται στο «Κεφάλαιο»; Οι πόρνες οι σπιτωμένες από έναν προστάτη ανήκουν στο προλεταριάτο (σύμφωνα με το κριτήριο του Μαρξ στα Grundrisse: παράγουν υπεραξία), αυτές που δουλεύουν για λογαριασμό τους όχι; Άρα οι πρώτες θά ‘χουν πολιτικά δικαιώματα κι οι δεύτερες όχι; Αλλά, αλίμονο ακριβώς πάνω στο θέμα της παραγωγικής κι όχι παραγωγικής εργασίας, ο Μαρξ αντιφάσκει κι οι ερμηνευτές του δε μπορούν νά ‘ρθουν σε συμφωνία. Θα πρέπει να περιμένουμε απ’ την Κεντρική Επιτροπή να ξεπεράσει αυτή την αντίφαση και μερικές άλλες;

Στην πραγματικότητα, αυτό που συζητείται εδώ, είναι πολύ βαθύτερο από τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» ή ακόμη κι απτό «προλεταριάτο». Είναι όλη η θεωρία των «τάξεων» κι η κυριαρχία που δόθηκε στην οικονομία απ’ το καπιταλιστικό φαντασιακό που κληρονομήθηκε (κι υιοθετήθηκε) ολοκληρωτικά από τον Μαρξ, τελικά όλη η σύλληψη του μετασχηματισμού της κοινωνίας (βρίσκουμε σήμερα τέτοιες φαιδρές εκδοχές στις ψαλμωδίες της CERES, κ.α., πάνω στο «ταξικό μέτωπο»· ποιό «μέτωπο»; Ποιά «τάξη»;). Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, η εγκαθίδρυση της αυτόνομης κοινωνίας, αφορά σήμερα – τό ‘χω εξηγήσει από καιρό[2] - σαν πράξη και σαν δικαίωμα, το σύνολο του πληθυσμού (έξω από ένα, περίπου, 5-10%). Είναι υπόθεσή του – και δε θα μπορούσε νά ‘ναι, παρά μόνο αν ο πληθυσμός, σ’ αυτή την αναλογία, την έκανε υπόθεσή του. Ο Μάης του ‘68, τό ‘δειξε εκθαμβωτικά, τόσο θετικά, όσο και αρνητικά (και, πού ήταν το «ταξικό μέτωπο» το Μάη του ‘68;). Αυτό δεν είναι θέμα μόνο αριθμητικό, ούτε σχετίζεται με τη συμπτωματική στάση αυτού ή εκείνου του κοινωνικού στρώματος. Η ιστορική προετοιμασία, η διαχείριση του πολιτισμού κι η ανθρωπολογική επιχείρηση του κοινωνικού μετασχηματισμού, δε μπορεί, ούτε θα μπορούσε νά ‘ναι έργο ενός «προλεταριάτου», ούτε αποκλειστικά, ούτε καθοδηγητικά. Δεν είναι θέμα απόδοσης σε μιαν ειδική κοινωνική κατηγορία, όποια κι αν είναι αυτή, μιας θέσης κυρίαρχης ή «ηγεμονικής». Ακόμη περισσότερο, δε μπορούμε να ιεραρχήσουμε τη συμβολή των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων σ’αυτό τον μετασχηματισμό και να υποτάξουμε τα υπόλοιπα σε κάποιο απ’ αυτά. Οι βαθιές αλλαγές που έχουν εισαχθεί στη σύγχρονη κοινωνία και ζωή από κινήματα που δεν έχουν (κι ούτε μπορούν να έχουν) ούτε προσδιορισμό, ούτε περιεχόμενο «τάξης» - κίνημα γυναικών, νέων – είναι τόσο πολύ σημαντικές και γόνιμες για την ανακατασκευή της κοινωνίας, όσο κι αυτές που εισήγαγε το εργατικό κίνημα. Πάνω ακριβώς σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτό που έγινε ο βαθειά «αντιδραστικός» χαρακτήρας της μαρξιστικής σύλληψης. Αν οι μαρξιστές όλων των αποχρώσεων (σταλινικοί, τροτσκιστές, μαοϊκοί, σοσιαλιστές, κ.α.) άρχισαν με το να αγνοούν, συνέχισαν με το να καταπολεμούν και τέλος [με το να] προσπαθούν να υποτάξουν, στερώντας τα από κάθε περιεχόμενο, αυτά τα κινήματα (γυναικών, νέων, αυτό δεν είναι ούτε από μυωπία, ούτε από ηλιθιότητα. Εδώ για μια φορά, φάνηκαν συνεπείς στο βαθύ πνεύμα της σύλληψης που επικαλούνται – όχι βέβαια από βαθειά και παράφορη αγάπη για τη συνέπεια, που ποτέ δεν τους διάκρινε, αλλά γιατί η πολιτικό-ιδεολογική τους ύπαρξη εξαρτάται απ’ αυτό: υπάρχουν σα «διευθύνοντες» ή σαν «εκπρόσωποι» του «προλεταριάτου». Ένας μαρξιστής είναι «υποχρεωμένος» να παραδεχτεί ότι αυτά τα κινήματα είναι ελάσσονα και δευτερεύοντα – ή πρέπει να πάψει να είναι μαρξιστής. Γιατί η θεωρία του βεβαιώνει πως όλα είναι υποταγμένα στις «παραγωγικές σχέσεις» και τις κοινωνικές τάξεις που καθορίζονται απ’ αυτές· πώς οτιδήποτε σημαντικό θα μπορέσει να προέλθει από άλλη πηγή; Στην πράξη, αυτά που τέθηκαν από το κίνημα των γυναικών ή των νέων, με την τεράστια ανθρωπολογική αναστάτωση που προκάλεσαν (που συνεχίζεται, και της οποίας είναι αδύνατο να πρωτοειπούμε την πορεία και τις συνέπειες) είναι κοινωνιολογικά τόσο σημαντικά, όσο κι αυτά που τέθηκαν από το εργατικό κίνημα· και, με μιαν έννοια, κι ακόμη περισσότερο, γιατί οι κοινωνικές δομές ενάντια στις οποίες στρέφονται – η κυριαρχία των αρσενικών πάνω στα θηλυκά, η υποταγή των νέων στις παλιότερες γενιές – προηγήθηκαν ιστορικά, απ’ όσα ξέρουμε, απ’ το χωρισμό της κοινωνίας σε «τάξεις», κι είναι πιθανότατα ριζωμένες σε ανθρωπολογικά στρώματα βαθύτερα από την κυριαρχία των μεν πάνω στην εργασία των δε.

Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας, η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας, σημαίνει μια διαδικασία ανθρωπολογικής αναστάτωσης που καθ’ όλες τις ενδείξεις, δε μπορεί να συντελεστεί ούτε αποκλειστικά, ούτε κεντρικά στο επίπεδο του συνόλου της παραγωγής. «Είτε» η ιδέα ενός μετασχηματισμού της κοινωνίας είναι φαντασίωση χωρίς ενδιαφέρον. «Είτε» η καταγγελία της κατεστημένης τάξης, ο αγώνας για την αυτονομία, η δημιουργία νέων τρόπων ατομικής και συλλογικής ζωής αναστατώνουν και θ’ αναστατώσουν (με συγκρούσεις κι αντιφάσεις) όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Κι ανάμεσα σ’ αυτές τις σφαίρες, δεν υπάρχει καμιά που παίζει «καθοριστικό» ρόλο, ούτε «σε τελευταία ανάλυση». Και η ιδέα ακόμη ενός τέτοιου «καθορισμού» είναι καθαρή ανοησία.

Τελικά και πάνω απ’ όλα, αν ο όρος κι η ιδέα «προλεταριάτο» έχουν γίνει ασαφείς, ο όρος κι η ιδέα της «δικτατορίας» δεν έγιναν, κι ούτε ήταν ποτέ. Αυτό που ξεχωρίζει σαφώς τον Λένιν ή τον Τρότσκι απ’ τους αλτουσέρ, μπαλιμπάρ, και ελενστάινς, είναι το ότι δεν χαραμίζανε λόγια. Υπάρχει μια πολιτική διάσταση στον άνθρωπο που ασκεί πραγματικά την κρατική εξουσία – ακόμη κι ολοκληρωτικά – που είναι αδύνατο ν’ αντιπαρατεθεί στην πολιτική ανυπαρξία των παραγωγών των ιδεολογικών καταναλωτικών αγαθών. Είναι της ίδιας τάξης με τη διαφορά ανάμεσα στην Άβα Γκάρντνερ και στην άχαρη γεροντοκόρη που ονειρεύεται ότι είναι η Άβα Γκάρντνερ. Ο Λένιν το ήξερε το τι ήταν και το τι θά ‘ναι πάντα η δικτατορία και το είχε θαυμάσια εκφράσει: «Σαν ένα μικρό χαμένο σκυλί που χώνει τη μύτη του εδώ κι εκεί, ο Κάουτσκι, χωρίς να το καταλαβαίνει, έπεσε και πάνω σε μια σωστή ιδέα, στο ότι δηλ. η δικτατορία είναι μια εξουσία που δεν περιορίζεται από κανέναν νόμο»[3]. Αυτή είναι, κι ήταν από πάντα η έννοια του όρου δικτατορία. Δεν περιορίζει κανείς την εξουσία αυτού που την ασκεί «δικτατορικά». Κι όχι μόνο δεν περιορίζεται από «ηθικούς νόμους», «λειτουργικούς νόμους», ή «Συντάγματα», «γενικές αρχές» (όπως, πχ, την μη παραβίαση των νόμων – κάτι που μια δικτατορία αγνοεί πάντα). Αλλά, από τίποτε απολύτως: «ούτε καν απ’ όσα έκανε την προηγούμενη ο δικτάτορας». Δικτατορία σημαίνει ότι μπορεί να τουφεκίσει ανθρώπους σήμερα, «επειδή» υποτάχτηκαν σε νόμους που αυτή η ίδια έθεσε χθες. Το να λέμε ότι αυτό είναι κακός σύμβουλος για την ίδια τη δικτατορία, απ’ την ίδια της την άποψη, δε βοηθά σε τίποτα. Ο Στάλιν πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του κάνοντας ακριβώς αυτό. Δεν ενδιαφέρει το αν ο ατομικός ή συλλογικός δικτάτορας θα μπορούσε να σκεφτεί κατά τα συμφέροντά του, αν θά ‘θελε να εξαλείψει την αυθαιρεσία. Πρόκειται για το να καταλάβουμε πως δικτατορία σημαίνει εξαφάνιση κάθε φραγμού από την αυθαιρεσία της εξουσίας.

Η ιδέα «μιας» εξουσίας – του Στάλιν, του Μάο, του «προλεταριάτου» ή του Θεού Πατρός – που δε θα μπορούσε να περιοριστεί από κανένα νόμο, δεν οδηγεί παρά στην ολοκληρωτική τυραννία (κάθε άλλη άποψη πάνω σ’ αυτό, είναι ανοησία). Η «δικτατορία του προλεταριάτου» σημαίνει πως τα «όργανα του προλεταριάτου» μπορούν να αλλάξουν σα λειτουργία και σα μερική άποψη, τόσο τον προσδιορισμό εγκλημάτων και ποινών, όσο και τους κανόνες της δίκης και του τρόπου εκλογής των δικαστών. Ακόμη κι αν ασκούνταν από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, θα πολεμήσουμε μέχρι θανάτου ενάντια σ’ έναν τέτοιο τύπο εξουσίας.

Αυτά δεν είναι σοφίσματα και υποσημειώσεις. Έχουμε την απόδειξη για το αντίθετο στην ανθρώπινη εξέλιξη, τόσο για το καλύτερο, όσο και για το χειρότερο. Η ιδέα μιας εξουσίας που δεν περιορίζεται από κανένα νόμο – «γραπτό» νόμο, «θετικό» - υποστηρίχτηκε, καθώς ξέρουμε, απ’ τον Πλάτωνα, με μια προβληματική καθόλου ελλειπή. Ο Πλάτωνας λέει στην «Πολιτεία», ότι στον νόμο, που είναι «σαν ένας άκαμπτος κι αδιόρθωτος άνθρωπος» και δεν μπορεί να περιλάβει ούτε αλλαγές περιστάσεων, ούτε μερικές περιπτώσεις, πρέπει ν’ αντιπαρατεθεί ιδεατά ο «βασιλικός άνθρωπος», που ξέρει την κάθε φορά να διατάζει και να ξεχωρίζει το σωστό απ’ το μη σωστό, να αποφασίζει πάνω στη μερική περίπτωση, δίχως να την υποτάσσει στον αφηρημένο οικουμενικό κανόνα. Μ’ αυτή την έννοια και μιλώντας αυστηρά, ο νόμος δεν είναι για τον Πλάτωνα, παρά ένα υποχρεωτικό εμπόδιο επιβεβλημένο από τις ελλείψεις της ανθρώπινης φύσης, και ειδικότερα από το ότι δεν υπάρχει ο «βασιλικός άνθρωπος» (ή ο «βασιλιάς-φιλόσοφος», όπως τον λέει αλλιώς). Αλλά, συγχρόνως, είναι αρκετά ρεαλιστής, ώστε να γράψει, δυο φορές, τους νόμους της πόλης, που κατά τη γνώμη του, θά ‘ταν ορθοί).

Ότι η συζήτηση που γίνεται για τον νόμο μέσα στην «Πολιτεία» δεν πρέπει να υποτιμηθεί, ούτε ως προς το βάθος, ούτε ως προς την επικαιρότητά της, μπορούμε εύκολα να το δείξουμε. Αρχικά, αυτή η συζήτηση είναι που ανοίγει το θέμα της «ισότητας», «συνάμα δικαιοσύνη και υψηλότερη απ’ τη δικαιοσύνη» όπως σοφά την θέτει ο Αριστοτέλης· ισότητα που δε θα μπορέσει «ποτέ» εξ ορισμού, να κατοχυρωθεί απ’ τον νόμο[4]. Το θέμα της ισότητας είναι το θέμα της «ενεργής» κοινωνικής ισότητας – ακόμη και σ’ ένα «στατικό» κοινωνικό πλαίσιο – ανάμεσα σε άτομα πάντοτε «άνισα» κι ανολοκλήρωτα. Στη συνέχεια και κύρια: για τους ίδιους λόγους που αναφέρει ο Πλάτωνας, «ποτέ, απολύτως ποτέ», το θέμα της δικαιοσύνης δε θα μπορέσει να ρυθμιστεί «μόνο» μ’ έναν νόμο, κι ακόμη λιγότερο μ’ ένα νόμο δοσμένο μια για πάντα. Το θέμα που τέθηκε από τον Πλάτωνα – έξω από τις «επιφανειακές» λύσεις που θα μπορούσαμε να φανταστούμε για να το αντιμετωπίσουμε – κάνει φανερό το βάθος του «ουσιαστικού» πολιτικού προβλήματος. Απ’ τη μια μεριά, δε μπορεί να υπάρξει κοινωνία δίχως νόμο. Απ’ την άλλη, ο νόμος, κανένας νόμος, δεν απάντησε κι ούτε θα απαντήσει ποτέ στο θέμα της «δικαιοσύνης». Επιπλέον, θα λέγαμε ότι ο νόμος – το δίκαιο – είναι η «άρνηση» (το «αντίθετο») της δικαιοσύνης. Από τότε που η κοινωνία θα βγει από τη θρησκευτική, παραδοσιακή ή όποιαν άλλη ετερονομία, δε θα μπορεί πια να ζει, σαν αυτόνομη κοινωνία, παρά μόνο μέσα και μέσω αυτού του ανυπέρβλητου «διαχωρισμού» που οδηγεί στο βασικό θέμα, στο θέμα της δικαιοσύνης. «Μια κοινωνία δίκαιη, δεν είναι μια κοινωνία που καθιέρωσε, μια για πάντα, δίκαιους νόμους. Είναι μια κοινωνία όπου το θέμα της δικαιοσύνης μένει πάντα ανοιχτό» - αλλιώς, όπου υπάρχει πάντα αποτελεσματική κοινωνική δυνατότητα για προβληματισμό πάνω στο νόμο και τη λειτουργία του. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για πούμε ότι κινείται σταθερά προς την κατεύθυνση της αυτοθέσμισής της.

Κι εδώ ακόμη, ο Μαρξ μένει πολύ πλατωνικώτερος απ’ ότι φαντάζεται, τόσο γιατί προβάλλει τη «δικτατορία του προλεταριάτου», όσο και γιατί αφήνει να περιμένουμε ότι κατά την διάρκεια της «ανώτερης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας» το δίκαιο («φύσει άνισο» όπως το λέει) θα εξαφανιστεί, γιατί θα έλθει «η γενική και ολόπλευρη άνθιση των ατόμων»: ο «ολοκληρωμένος άνθρωπος» πήρε απλά τη θέση του «βασιλικού» ανθρώπου».

Ο Πλάτωνας, όπως κι ο Μαρξ, θεωρεί σχετικό τον θεσμισμένο νόμο – κι έχει δίκιο. Θεωρεί ακόμη σχετικό τον νόμο σαν τέτοιο – κι εδώ είναι που φανερώνεται το σχίσμα. Από την ξεκάθαρη και δικαιολογημένη καταγγελία ότι όλοι οι νόμοι είναι πάντα λειψοί και ατελείς, κι από την αφηρημένη του οικουμενικότητα, ο Πλάτωνας βγάζει το «ιδεατό» συμπέρασμα ότι η μόνη δίκαιη εξουσία θά ‘ναι αυτή του «βασιλικού ανθρώπου ή του βασιλιά φιλοσόφου» και το «πραγματικό» συμπέρασμα, ότι πρέπει να σταματήσει η κίνηση, να περιοριστεί μια για πάντα η κοινότητα μέσα σ’ ένα καλούπι καμωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε ο εξ ορισμού αναπόφευκτος διαχωρισμός ανάμεσα στον «ενεργό τρόπο ύπαρξης» της πόλης και στον νόμο να περιοριστεί όσο είναι εφικτό. Ο Μαρξ, βγάζει το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να τελειώνουμε με το δίκαιο και τον νόμο και να φτάσουμε σε μια κοινωνία καθορισμένων τυχαίων, όπου αφού η άρση της αλλοτρίωσης θα φανερώσει την αρχική καλή φύση του ανθρώπου (που αποκρύβουν τόσο οι «αντικειμενικές» συνθήκες, όσο και τα φορτία των υποκειμένων), θα επιτρέψει την ολοκληρωτική απορρόφηση της θέσμισης, των κανόνων, από την ψυχοκοινωνική οργάνωση των ατόμων (δηλ. εσωτερίκευσή τους). Στις δυο περιπτώσεις – όπως και στην υπόλοιπη πολιτική φιλοσοφία ως τις μέρες μας – είναι παρεξηγημένα: η ουσία του κοινωνικο-ιστορικού, της θέσμισης, η σχέση ανάμεσα σε θεσμίζουσα και θεσμισμένη κοινωνία, και η σχέση ανάμεσα στην κοινότητα, τον νόμο και το περιεχόμενο του νόμου. Ο Πλάτωνας υποτίμησε την ικανότητα της κοινότητας να ρυθμίζει τα θέματά της. Ο Μαρξ ονειρεύτηκε μια κατάσταση όπου αυτή η ρύθμιση θα γινόταν απόλυτα τυχαία· αλλά η ιδέα μιας κοινωνίας που λειτουργεί με κανόνα τις συμπτώσεις, είναι όχι συμπαγής, όχι συνεκτική. Ο Αριστοτέλης δίκαια θα τους παρατηρούσε, ότι δε θα ήταν παρά για άγρια θηρία ή για θεούς. Κι αν τού ‘λεγαν ότι στην «ανώτερη φάση του κομμουνισμού», τέτοιαν που την ονειρεύτηκε ο Μαρξ, το δίκαιο και ο νόμος θά ‘ταν περιττά γιατί οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς και συνύπαρξης θά ΄χαν εσωτερικευθεί ολοκληρωτικά από τα άτομα (θά ‘χαν ενσωματωθεί στη δομή τους) θα πολεμούσε μέχρι θανάτου μια τέτοιαν άποψη. Η θέσμιση «ολοκληρωτικά» εσωτερικευμένη, θα ισοδυναμούσε με την πιο απόλυτη τυραννία και συνάμα, με το σταμάτημα της ιστορίας. Καμιά αποστασιοποίηση από τη θέσμιση δε θά ‘ναι πια πιθανή, καμιά αλλαγή στη θέσμιση δε θά ‘ναι πια δυνατή. Δεν μπορούμε να κρίνουμε και ν’αλλάζουμε τον κανόνα αν «είμαστε» (το μέσα μας) ο κανόνας, αν δεν υφίσταται ο διαχωρισμός, αν δεν διατηρείται μια κάποια εξωτερικότητα, αν ο νόμος δεν μπορεί να τεθεί «απέναντί» μας. Αυτή είναι η ίδια η συνθήκη, αυτό που μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε, να σκεφτούμε πως θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά.

Κατάργηση της ετερονομίας δε σημαίνει κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα σε θεσμίζουσα και θεσμισμένη κοινωνία – πράγμα από κάθε άποψη αδύνατο – αλλά, κατάργηση της «υποταγής» της πρώτης στη δεύτερη. Η κοινότητα θα δίνει στον εαυτό της, η ίδια τους κανόνες της, προσέχοντας νά ‘ναι «αυτή η ίδια» που «της» τους δίνει, ότι οι κανόνες θά ‘ναι (ή θα γίνονται καθημερινά) κατά κάποιον τρόπο ατελείς και ότι θα μπορεί η ίδια να τους αλλάζει όταν γίνονται ατελείς – και ότι αυτοί θα την δεσμεύουν για όσον καιρό δεν τους έχει «κανονικά» αλλάξει.

Απρίλης-Μάης 1979

σοσιαλισμός και αυτονομία volume 1


I

Είναι φανερό ότι οι όροι σοσιαλισμός και κομμουνισμός, πρέπει να εγκαταλειφθούν. Βέβαια, η σημασία που δίνεται σε κάθε λέξη είναι, θεωρητικά και κατ’ αρχήν, συμβατική και αυθαίρετη. Αλλά, αυτό ακριβώς, την κάνει να σημαίνει ό,τι έγινε μέσα στην ενεργή ιστορική της χρήση. Το να διατηρηθεί ένα καθαρό νόημα στις λέξεις, είναι πιθανά το καθήκον του ποιητή ή του φιλοσόφου, αλλά όχι και του πολιτικού. Είτε θέλουμε είτε όχι, σοσιαλισμός σημαίνει σήμερα, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, το καθεστώς της Ρωσίας και των άλλων τέτοιων χωρών – «ο υπαρκτός σοσιαλισμός», όπως πετυχημένα τον αποκάλεσε ο κ. Μπρέζνιεφ: ένα σύστημα που ασκεί μιαν εκμετάλλευση, καταπίεση, ολοκληρωτική τρομοκρατία, πολιτιστική αποβλάκωση σε βαθμό άγνωστο στην προηγούμενη ιστορία.

Ακόμη, ονομάζονται σοσιαλιστικά τα κόμματα πού ‘χουν για ηγέτες τους κκ. Μιτεράν, Κάλαχαν, Σμιτ κτλ, δηλ. Τα «πολιτικά», εναλλακτικά σχήματα του καθεστώτος στις δυτικές χώρες. Αυτές οι κραυγαλέες πραγματικότητες, δε μπορούν να αντιμετωπιστούν με διακρίσεις ετυμολογικές ή σημειολογικές. Το να θέλεις να χτυπήσεις τη γραφειοκρατία της Εκκλησίας, θυμίζοντας ότι η αρχική έννοια της λέξης «εκκλησία» ήταν συγκέντρωση ανθρώπων (εδώ πιστών) κι ότι σχετικά μ’ αυτό δεν υπάρχουν η πραγματικότητα του Πάπα, των καρδιναλίων, του Βατικανού, είναι ουτοπικό.

Στην περίπτωσή μας, θα πρέπει να παραδεχτούμε το ότι αυτές οι λέξεις έχουνε ξεφτιλιστεί. Είναι αναμφισβήτητο το ότι στα χέρια των λενινο-σταλινικών και μεταρρυθμιστικών γραφειοκρατιών, αυτές οι λέξεις γίνανε ένα από τα εργαλεία της μεγαλύτερης μυστικοποίησης της ιστορίας. Αλλά, αυτό έχει συντελεστεί και είναι ανεπανόρθωτο. Κατά τα άλλα οι όροι ήταν από μόνοι τους «κακοί» – όσο μπορεί νά ‘ναι μια λέξη – δηλ. ή ταυτολογικοί ή επικίνδυνα ασαφείς. Τι θέλει να πει το νά ‘σαι «σοσιαλιστής» ή «κομμουνιστής»; Το νά ‘σαι μαχητής της κοινωνίας - société, ή της κοινότητας – communité. Όλες οι κοινωνίες υπήρξαν και θά ‘ναι πάντα «σοσιαλιστικές». Οι κοινωνίες είτε είναι κοινωνικές είτε δεν είναι τίποτα (DelaPalice). Η κοινωνία είναι πάντα «σοσιαλιστική-κοινωνική», γιατί πάντα τείνει να διατηρηθεί σαν κοινωνία «θεσμισμένη», και θεσμισμένη με τέτοιον τρόπο δεδομένο, ώστε να «υποτάσσει τα πάντα» στη διατήρησή της – την προστασία, τη συντήρηση, την αποδοχή και την αναπαραγωγή της σαν τέτοια κοινωνία. Ακόμη κι η πιο άγρια «ατομικιστική» κοινωνία, είναι «σοσιαλιστική» με την έννοια ότι αποδέχεται και θέτει αυτήν τη θέσμιση, αυτήν την κατασκευή, αυτήν την «κοινωνική αξία» (ούτε φυσική, ούτε ορθολογική, ούτε υπερβατική) πού ‘ναι το άτομο. Αυτό που στο ανθρώπινο ον δεν είναι κοινωνικά κατασκευασμένο (κι η λεκτική παράσταση: είμαι άτομο, και τέτοιο άτομο, είναι μέρος αυτής της κατασκευής, ένα απ’ τα αποτελέσματά της) είναι η ψυχική μονάδα, στο όριο του γνώσιμου και του ασύλληπτου, πού ‘ναι γι’ αυτό ριζικά ενσωματωμένο στη ζωή – όχι στην κοινωνική ζωή, στη ζωή απλά. Γιατί η ψυχική μονάδα είναι σαν τέτοια ριζικά α-νοητή, ά-λογη, α-λειτουργική. Αυτό το στοιχειώδες πράγμα, ακόμη κι αν τέθηκε στο κέντρο της σκέψης μας πάνω στο υποκείμενο απ’ τον Φρόυντ και χάρις σ’ αυτόν, ήταν από πάντα γνωστό, και σχηματοποιήθηκε από στοχαστές τόσο διαφορετικούς, όσο ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης ή ο Ντιντερό. Δεν είναι παρά εξαιτίας της κάλυψής του που, εδώ και δέκα χρόνια, μπόρεσαν ν’ ανθίσουν νέες ποικιλίες σύγχυσης και μυστικισμού – οι ύμνοι στην «επιθυμία», τη «λίμπιντο», η ανακάλυψη μιας «μιμητικής επιθυμίας», και το νέο κατασκεύασμα που λανσάρεται από τη βιομηχανία των ιδεών της αγοράς: ο ψευτο-«θρησκευτικός» νεοφιλελευθερισμός. Όλοι αυτοί, οτιδήποτε κι αν λένε οι μεν για τους δε, μοιράζονται το ίδιο απίστευτο αξίωμα: το φάντασμα ενός «ατόμου», πού ‘ρχεται στον κόσμο ολοκληρωτικά δημιουργημένο και προσδιορισμένο στην ουσία του, και το ότι η κοινωνία – η κοινωνικότητα σαν τέτοια – το καταστρέφει, το καταπιέζει, το σκλαβώνει.

Ακόμη ο όρος σοσιαλισμός περιέχει και μιαν επικίνδυνη ασάφεια-διοσημία. Μοιάζει ν’ αντιπαραθέτει μιαν υλική, ουσιαστική, «αξιολογική» πρωτοκαθεδρία της κοινωνίας, απέναντι στο άτομο – σαν να μπορούσαν να γίνουν «εκλογές», «επιλογές» υπέρ της κοινωνίας και κατά του ατόμου. Στο επίπεδο της θεωρίας, των ιδεών και των συλλήψεων, μια τέτοια αντίθεση είναι, το λέω, ανόητη. Είναι επίσης παραπειστική και μυστικιστική στο πρακτικό επίπεδο. Μένει εγκλωβισμένη στην αστική φιλοσοφία κι ιδεολογία, μέσα στην ψεύτικη προβληματική που αυτή δημιουργεί. Γίνεται τελικά ένα ιδεολογικό κάλυμμα του ολοκληρωτισμού, καθώς τρέφει από αντίδραση έναν ψευτο-«ατομικισμό» ή «φιλελευθερισμό».

Η βικτωριανή κοινωνία (19ος αι.), πιο γενικά, αυτή του κλασσικού και «φιλελεύθερου» καπιταλισμού, ήταν «ατομικιστική», τουλάχιστον έτσι δήλωνε. Τι πάει να πει αυτό; Επέτρεπε σε μια μικρή μειοψηφία «ατόμων», να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζει τη μεγάλη πλειοψηφία των υπολοίπων «ατόμων». Λειτουργούσε ενάντια στο «άτομο» σε 90% των περιπτώσεων. Και, τι σημαίνει το γεγονός ότι η σημερινή ρωσική κοινωνία είναι μια κοινωνία καταπίεσης κι εκμετάλλευσης; Μήπως το ότι το κάθε άτομο το καταπιέζουν και το εκμεταλλεύονται για χάρη της κοινότητας, δηλ. των άλλων ( άρα και τη δική του); Ασφαλώς όχι· καθένα απ’ τα άτομα που απαρτίζουν το ρωσικό λαό, δεν το εκμεταλλεύεται ούτε το καταπιέζει ο ρωσικός λαός, αλλά η κομματική γραφειοκρατία, δηλ. μια κοινωνιολογική ομάδα ατόμων. Η ρωσική κοινωνία είναι αυθεντικά «ατομικιστική» – για το 10% του πληθυσμού της.

Οι κοινωνίες που δημιουργούν άτομα-σκλάβους (δηλ. όλες σχεδόν οι γνωστές εκτός της αρχαίας πόλης – για τους πολίτες – και της σύγχρονης κληρονομιάς της – ομάδες κτλ.) δεν τα υποτάσσουν στη «συλλογικότητα-κοινότητα», πράγμα που, το ξαναλέω, δε θά ‘χε κανένα νόημα. Τα υποτάσσουν στη δεδομένη «θέσμιση» της κοινωνίας, κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό. Ο άγριος δεν υποτάσσεται στη φυλή του σαν ενεργή συλλογικότητα-κοινότητα· αυτός, και η κοινότητα είναι υποταγμένοι σε θεσμούς εγκαθιδρυμένους απ’ τους «προγόνους». Ο εβραίος, ο χριστιανός, ο μουσουλμάνος, δεν είναι υποταγμένοι στην κοινότητα την εβραϊκή, τη χριστιανική ή την μουσουλμανική, είναι σκλάβοι της δεδομένης θέσμισης της κοινότητας, του ανέγγιχτου κι αμετακίνητο νόμου, που η απαρχή του τοποθετείται στο θεό, μορφή και πηγή υπερβατική[1]. Ακόμη και στην αρχαία Σπάρτη, ο Σπαρτιάτης δεν ήταν υποταγμένος στους Σπαρτιάτες, αλλά στη Σπάρτη και σ’ αυτό που έκανε τη Σπάρτη νά ‘ναι Σπάρτη· όχι στη γεωγραφική της θέση, αλλά στους νόμους της, εγκαθιδρυμένους σαν αμετακίνητους και αποδιδόμενους σ’ έναν νομοθέτη μυθικό ή μυθοποιημένο, στο Λυκούργο. Η μυθική προέλευση του νόμου, όπως των Δέκα Εντολών που έδωσε ο θεός στον Μωυσή, σαν τη χριστιανική Αποκάλυψη, ή τον μουσουλμανικό Προφητισμο, έχουν την ίδια σημασία και λειτουργία: να βεβαιώσουν τη συντήρηση μιας ετερόνομης θέσμισης της κοινωνίας ενσωματώνοντας σ’ αυτή τη θέσμιση μιαν εξωκοινωνική προέλευση του νόμου, που έτσι τίθεται εξ ορισμού και ουσιαστικά έξω απ’ τη θεσμίζουσα δραστηριότητα των ανθρώπων. Σαν αντίδραση, εκεί όπου σπάει η θεσμισμένη ετερονομία εμφανίζονται συγχρόνως – είναι ταυτολογία – το αυτόνομο άτομο κι η αυτόνομη κοινότητα. Σαφέστερα, εμφανίζονται η «πολιτική ιδέα» και το «πολιτικό θέμα» της αυτονομίας του ατόμου και της κοινότητας, που δεν είναι δυνατά κι ούτε έχουν νόημα ξεχωρισμένα. Το άτομο, τέτοιο που το γνωρίζουμε από μερικά παραδείγματα και τέτοιο που το θέλουμε για όλους· το αυτόνομο άτομο που – ολόκληρο παρμένο μέσα στην ά-λογη τάξη/αταξία του κόσμου – θέλει και γίνεται υπεύθυνο γι’ αυτό που είναι, που λέει, που κάνει, γεννιέται την ίδια στιγμή και με την ίδια κίνηση που εμφανίζεται η πόλη «σαν κοινότητα» αυτόνομη (δηλ. που δεν τοποθετεί τους νόμους της σε κάτι που της είναι εξωτερικό, υπερβατικό, αλλά που τους θέτει η ίδια για τον εαυτό της). Το σπάσιμο της μυθικής ή θρησκευτικής ετερονομίας, η καταγγελία των θεσμισμένων κοινωνικών φαντασιακών σημάνσεων, η αναγνώριση του ιστορικά «δημιουργούμενου» χαραχτήρα της θέσμισης - του «νόμου» - είναι (κατά μεγάλο μέρος) αξεχώριστα απ’ τη γέννηση της φιλοσοφίας, απ’ τη διερεύνηση που δε γνωρίζει τέλος, ούτε «εξουσία» εσω- ή εξωκοσμική – μ’ άλλα λόγια, η γέννηση της φιλοσοφίας είναι αξεχώριστη, αδύνατη και αδιανόητη έξω απ’ τη δημοκρατία.

Η δημοκρατία ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα αρχικά «ισονομία» - ισότητα όλων απέναντι στο νόμο. Αλλά τί είναι ο νόμος; Δεν είναι μόνο ο «επίσημος» νόμος – γραπτός στις σύγχρονες – νόμος με τη στενή έννοια. Ο νόμος είναι η θέσμιση της κοινωνίας. Η ισότητα και η ελευθερία – θα ξαναγυρίσω στο περιεχόμενο αυτών των όρων – δεν μπορούν να περιοριστούν σ’ ορισμένους μόνο τομείς (πχ. εγγύηση για ίσα δικαιώματα στην υπεράσπιση μπροστά στο δικαστήριο) και «να αγνοεί την πραγματικότητα» που κάνει απ’ αυτήν την εικονική ισότητα μια πραγματική ανισότητα (όπως γίνεται σήμερα στις «δημοκρατικές» κοινωνίες). Η ισότητα κι η ελευθερία, δε μπορεί νά ‘ναι ισότητα κι ελευθερία όλων να στήσουν, πχ. μια «επιχείρηση» ατομική – ενώ συγχρόνως, η «ενεργή» θέσμιση της κοινωνίας κάνει απ’ αυτό το δικαίωμα μια κακόβουλη φάρσα για τα 4/5 των ατόμων. Δεν ξέρω ποιός αλλοτινός σοσιαλιστής, νομίζω ο Μπελαμί (της Β΄ Διεθνούς) βεβαίωσε το εξής: ο νόμος απαγορεύει με την ίδια αυστηρότητα πλούσιους και φτωχούς να κοιμούνται κάτω από γέφυρες. Ξαναβγάζουν σήμερα (βέβαια δίχως ν’ αναφέρουν την προέλευσή τους, παρουσιάζοντάς τα σαν νέα) οι Χάγιεκ, Σούμπετερ, Πόπερ, κ.α. επιχειρήματα υπέρ της «ατομικής ιδιοκτησίας», της «ελευθερίας της επιχείρησης», σαν συστατικών της ελευθερίας και της δημοκρατίας, και συνεχίζουν να αποκρύβουν το γεγονός ότι, έτσι που λειτουργούν στις συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και αναγκαστικά, ατομική ιδιοκτησία κι ελευθερία της επιχείρησης δεν είναι παρά η θεσμισμένη μάσκα της πραγματικής κυριαρχίας μιας μικρής μειοψηφίας.

Δεν είναι το ότι ορισμένοι ανακαλύπτουν ή κάνουν πως ανακαλύπτουν σήμερα – με, ανάλογα στις ατομικές περιπτώσεις, τόσες ή τόσες δεκαετίες καθυστέρησης – τη φρίκη του σταλινικού ή του μαοϊκού ολοκληρωτισμού, αυτό που θα μας κάνει να δικαιολογήσουμε, να δικαιώσουμε, την ανισότητα, τη σκλαβιά, την καταπίεση και την εκμετάλλευση που χαρακτηρίζουν τις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Δεν είναι το ν’ αναγνωρίσουμε ότι τα «ατομικά δικαιώματα», που «αποσπάστηκαν χωρίς να το θέλει» απ’ τον καπιταλισμό με τους αγώνες του λαού στις δυτικές χώρες, δεν είναι «τυπικά» - όπως τα εκμηδενίζει η «ενεργή» κριτική, αφού λειτουργούν μέσα σε κοινωνίες που κυβερνούνται από μια μειοψηφία. Αυτά τα δικαιώματα δεν υπήρξαν ποτέ «τυπικά» (με την έννοια: κενά), αλλά ήταν πάντα «μερικά, όχι πραγματοποιημένα», και συνεχίζουν νά ‘ναι. Και θα παραμένουν έτσι, υποχρεωτικά, όσο η κοινωνία θά ‘ναι χωρισμένη ασύμμετρα κι ανταγωνιστικά σε διευθύνοντες κι εκτελεστές, σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους.

Αυτό που μέχρι τώρα ονομάζαμε σοσιαλισμό, θα το λέμε από δώ και μπρος αυτόνομη κοινωνία. Μια αυτόνομη κοινωνία φέρνει στο νου αυτόνομα άτομα – κι «αντίστροφα». Αυτόνομη κοινωνία, αυτόνομα άτομα· ελεύθερη κοινωνία, ελεύθερα άτομα. Η ελευθερία, αλλά τί είναι η ελευθερία; Δε μιλούμε για μεταφυσική ή φιλοσοφική ελευθερία· αυτή υπάρχει ή όχι, αλλά αν υπάρχει, τότε είναι ίδια στον Ντεκάρτ που σκεφτόταν πλάι στο τζάκι του και σ’ έναν κρατούμενο που τον βασανίζει ή σκοτώνει η Γκεστάπο, η KGB, η αργεντίνικη αστυνομία, κα. Δε μιλούμε για μια ελευθερία εσωτερική, αλλά για την «πραγματική, κοινωνική, συγκεκριμένη» ελευθερία: το να κατέχουμε εξ αρχής το ευρύτερο δυνατό «πεδίο κίνησης και δράσης», που το εξασφαλίζει στο άτομο η θέσμιση της κοινωνίας. Και θέσμιση της κοινωνίας είναι η πολιτική – με το αυθεντικό νόημα του όρου. Μόνο ένας διανοητικά καθυστερημένος ή ένας τσαρλατάνος (η εποχή μας προσφέρει μια πλούσια ποικιλία απ’ τα δύο είδη και σε συνδυασμούς εκπληκτικά παράδοξους) μπορεί να προφασίζεται ότι ενδιαφέρεται για την ελευθερία και να αδιαφορεί για το ζήτημα του «Κράτους», για το ζήτημα της πολιτικής.

Η ελευθερία μ’ αυτή την έννοια σημαίνει ενεργή «ισότητα» – κι αντίστροφα. Η ισότητα, κι αυτή με την έννοια την κοινωνική, θεσμίζουσα: όχι ισότητα μεταφυσική ή «φυσική», αλλά ισότητα σε δικαιώματα και καθήκοντα , σ’ όλα τα δικαιώματα και σ’ όλα τα καθήκοντα, σ’ όλες τις «ενεργές δυνατότητες του πράττειν» για τον καθένα, που θα την προσφέρει η θέσμιση της κοινωνίας. Γιατί, πχ. η (κοινωνική) ανισότητα είναι πάντα και ανισότητα στην «εξουσία»: γίνεται έτσι ανισότητα στη συμμετοχή στη θέσμιση της κοινωνίας (στην εξουσία για κάτι τέτοιο). Πώς μπορούμε νά ‘μαστε ελεύθεροι, αν άλλοι έχουν «πιο πολλή εξουσία» από μας; Εξουσία με την πραγματική ή την κοινωνική έννοια, είναι να αναγκάζουμε κάποιον ή κάποιους να κάνουν κάτι που δεν έχουν «θελήσει», ξέροντας ότι θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Αφού η ιδέα μιας κοινωνίας χωρίς εξουσία είναι απόλυτα φανταστική, όχι συμπαγής, το πρώτο σκέλος της απάντησης στο ερώτημα της ελευθερίας, είναι η ισότητα της συμμετοχής όλων στην εξουσία. Μια κοινωνία ελεύθερη είναι μια κοινωνία όπου η εξουσία ασκείται ενεργά από την κοινότητα, από μια κοινότητα στην οποία συμμετέχουν όλοι ενεργά στη βάση της ισότητας. Κι αυτή η ισότητα στην ενεργή συμμετοχή, σα στόχος, δεν πρέπει να γίνει τυπικός κανόνας πρέπει να κατοχυρωθεί, όσο είναι δυνατό από τους ενεργούς θεσμούς.

Ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση. Είπα προηγουμένως πως η ιδέα μιας κοινωνίας χωρίς καμιάν εξουσία είναι μια όχι συμπαγής φαντασία: θα μπαίναμε στον πειρασμό να πούμε ότι μια αυτόνομη κοινωνία θα προσπαθούσε απλά να περιορίσει κατά το μέγιστο δυνατό το πεδίο όπου ασκείται η συλλογική εξουσία, για ν’ απλώσει στο μέγιστο δυνατό το πεδίο της ενεργής ατομικής αυτονομίας. Αλλά αυτό είναι λίγο μόνο αληθινό. Είναι βέβαιο πως η ετερονομία της σύγχρονης κοινωνίας (ακόμη και στις πιο δημοκρατικές της μορφές) σημαίνει πολύ περισσότερα από έναν αντικανονικό, αδικαιολόγητο, όχι απαραίτητο περιορισμό, σημαίνει έναν ακρωτηριασμό της αυτονομίας του ατόμου – του πεδίου κίνησης και δράσης του, σαν στοιχείων των μερικών συλλογικοτήτων που απαρτίζουν την κοινωνία. Δε θά ‘πρεπε όμως μια αυτόνομη κοινωνία να θέσει σαν αυτοσκοπό την κατάργηση κάθε συλλογικής εξουσίας. Αυτό το κάνουν μόνο οι σύγχρονοι ψευτο-ατομικιστές διανοούμενοι, που βλέπουν το κακό στην κοινωνικότητα σαν τέτοια. Η ελευθερία είναι ελευθερία τόσο του πράττειν μόνοι μας όσο και του πράττειν με άλλους. Να κάνουμε με τους άλλους, σημαίνει να συμμετέχουμε, ν’ απασχολούμαστε, να δενόμαστε με μια κοινή δραστηριότητα – και ν’ αποδεχόμαστε οργανωμένη συνύπαρξη και συλλογικά έργα μέσα στα οποία οι αποφάσεις παίρνονται συλλογικά κι εκτελούνται απ’ όλους όσοι συμμετέχουν στο σχηματισμό τους.

Η σύγχυση πάνω στη σχέση ελευθερίας – ισότητας έρχεται από παλιά. Υπάρχει και σ’ έναν στοχαστή τόσο βαθύ σαν τον Τοκεβίλ[2]. Ο Μαρξ δε βοήθησε καθόλου στη λύση μέσω της αντιμετώπισης του τού πολιτικού ζητήματος σαν απλού, που η λύση του θά ερχόταν αυτόματα απ’ το μετασχηματισμό των παραγωγικών δυνάμεων. Οι τέτοιες συγχύσεις γίνονται δυνατές μόνον αν μένουμε στις πιο επιφανειακές, ρηχές, τυπικές συλλήψεις των όρων ελευθερία κι ισότητα. Από τότε που θα τους δώσουμε το πραγματικό τους βάρος, από τότε που θα τους αφήσουμε να κινηθούν ελεύθερα στη θεσμίζουσα κοινωνική δράση, φαίνονται αξεχώριστοι. Μόνον οι ίσοι άνθρωποι μπορούν να ‘ναι ελεύθεροι, και μόνον οι ελεύθεροι μπορούν νά ‘ναι ίσοι. Όσο θα υπάρχει αναγκαστικά «εξουσία» μέσα στην κοινωνία, αυτοί που δε θα συμμετέχουν σ’ αυτή σε μια βάση ισότητας θά ‘ναι κάτω από την εξουσία και κυριαρχία των όποιων συμμετέχουν και την ασκούν, δεν είναι ελεύθεροι – ακόμη κι έχουν αυτή την «ανόητη ψευδαίσθηση κι αποφάσισαν να ζήσουν και να πεθάνουν «ανόητοι», δηλ. σαν απλώς ιδιωτικά άτομα (λογοπαίγνιο: ανόητος – idiot, ιδιωτεύειν – ζω σαν ιδιώτης, μακριά από τα κοινά). Κι αυτή η συμμετοχή – αυτό είναι το σημείο όπου το σύγχρονο εργατικό κίνημα προχώρησε περισσότερο από την αρχαία ελληνική δημοκρατία (όχι το μόνο σημείο) – δε μπορεί να είναι ισότιμη, παρά αν είναι ισότιμες οι ενεργές πολιτικές συνθήκες όλων, κι όχι μόνο οι νομικές. Δεν υπάρχει λόγος να επιχειρηματολογήσουμε για το αντίστροφο, το ότι δηλ. σε μια κοινωνία που δεν είναι ελεύθερη (οι άνθρωποί της) δε μπορεί να υπάρξει ισότητα. Πάνω σ’ αυτούς τους όχι ελεύθερους ανθρώπους, άλλοι άνθρωποι ασκούν κάθε είδους εξουσία, μ’ αποτέλεσμα ανάμεσα στους πρώτους και τους δεύτερους να εγκαθιδρύεται μια ουσιαστική ανισότητα.

Είναι θλιβερό ν’ αφήνουμε και σήμερα να λέγεται ότι ο σοσιαλισμός θα φέρει την ισότητα αλλά με στέρηση της ελευθερίας, ή αλλιώς, ότι θα πρέπει να παραδεχτούμε πως τα καθεστώτα που διατηρούν την ελευθερία πρέπει να θυσιάζουν την ισότητα. Ας αντιπαρέλθουμε το υστερόβουλο, ότι δηλ. τα καθεστώτα του απόλυτου κι ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι καθεστώτα «σοσιαλιστικά». Όταν εξετάζουμε τόσο σοβαρά θέματα, δεν πρέπει να αρκούμαστε στην κοινωνιολογική και πολιτική αξιολόγηση που κάνει ένα καθεστώς για τον εαυτό του (κι αν το κάνουμε, και δεχτούμε και τη σταλινική δήλωση ότι το ρωσικό σύνταγμα είναι το πιο δημοκρατικό του κόσμου, το επιχείρημα πέφτει από μόνο του). Αλλά, πού είδαμε τα αυτοαποκαλούμενα «σοσιαλιστικά καθεστώτα» να πραγματώνουν την ισότητα; Τί οικονομική, πολιτική και κοινωνική ισότητα υπάρχει ανάμεσα στη γραφειοκρατική κάστα που κυβερνάει τη Ρωσία ή την Κίνα, τη μεσαία γραφειοκρατία, και στις μάζες των εργατών, αγροτών, εργαζομένων δημόσιων υπαλλήλων; Τα καθεστώτα που ξεφτίλισαν τον όρο σοσιαλισμός, δεν είναι μόνο «λιγότερο ελεύθερα» (στρεβλή αντιδιαστολή) από τα’ άλλα. Είναι και πιο «άνισα», απ’ όλες τις απόψεις ( και την ενεργή οικονομική). Ας αφήσουμε στην άκρη τις άλλες απόψεις, για να θέσουμε δευτερεύοντα επιχειρήματα, πώς μπορούμε να πούμε ότι η ισότητα πραγματώνεται σε μια κοινωνία όπου οι μεν μπορούν να κλείνουν τους δε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ποιά είναι η περίεργη (ψευτομαρξιστική) τύφλα που ταυτίζει την ισότητα γενικά, και την οικονομική ισότητα ειδικότερα, με την εξαφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής ( και στην αντικατάστασή της από μια κυρίαρχη, προνομιούχο, αμετακίνητη, αυτοοργανούμενη, αυτοδιαινιζώμενη γραφειοκρατία) και δε μπορεί να δει ότι έτσι μόνο η μορφή της ανισότητας έχει αλλάξει;

Περίεργη κι η αμνησία, που διαρκεί τουλάχιστον δυο αιώνες, της κοινωνικής κριτικής και της κοινωνιολογικής ανάλυσης που έδειξαν μερικό, λειψό, στραβό, στρεβλωτικό, φανταστικό κι αυταπατημένο χαρακτήρα απέναντι στην ελευθερία και τις ελευθερίες κάτω απ’ την αστική δημοκρατία. Ακόμη μια φορά, τί εννοούμε με ελευθερία; Οι καπιταλιστικές κοινωνίες θα μπορούσαν να πάψουν νά ‘ναι κοινωνικά ανελεύθερες; Αν η πλειοψηφία κυβερνάται από μια μειοψηφία, μπορεί η κοινωνία να ονομαστεί ελεύθερη;

Δε μπορούμε να προφασιζόμαστε πως ενδιαφερόμαστε για την «ελευθερία» και να την περιορίζουμε σε κάτι μερικό, κι ουσιαστικά «παθητικό», σ’ αυτή των «ατομικών δικαιωμάτων»· ακόμη περισσότερο που δε μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα «ατομικά δικαιώματα» ούτε στην άμεση νομικοπολιτική σφαίρα στην οποία έχουν περιοριστεί στις λεγόμενες «δημοκρατικές» χώρες. Ελευθερία σημαίνει αρχικά την εξάλειψη της θεσμίζουσας κυριαρχίας κάθε ειδικής ομάδας μέσα στην κοινωνία. Η θέσμιση αυτής της κυριαρχίας δεν είναι τυπικά «γραπτή» στα σημερινά Συντάγματα. Όπως το ρωσικό σύνταγμα δε λέει φανερά ότι στην κοινωνία κυριαρχεί η γραφειοκρατία του Κόμματος/Κράτους, έτσι και τα δυτικά Συντάγματα δεν αναφέρουν ότι στην κοινωνία κυριαρχούν οι ομάδες των καπιταλιστών και μεγάλων γραφειοκρατών. Ότι στη δεύτερη περίπτωση τα ατομικά και άλλα δικαιώματα επιτρέπουν καμιά φορά στο λαό ν’ αντιπαρατεθεί στις κυρίαρχες ομάδες δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση[3]. Αλλά δε μιλούμε γι’ αυτό, τώρα.

Όλα συμβαίνουν σαν η «ανακάλυψη» η τωρινή του ρωσικού ολοκληρωτισμού από μερικούς καθυστερημένους, χοντροκέφαλους, και κάπως ξεπερασμένους ενήλικες, να λειτούργησε για ν’ απλωθεί ένα νέο πέπλο μυστικισμού πάνω στο κοινωνικό και πολιτικό θέμα. Κι εδώ ακόμη έχουμε περίεργες συγχύσεις. Ο ρωσικός λαός είναι βαριά καταπιεζόμενος. Κι όχι μόνο αυτό. Είναι κι «εκμεταλλευόμενος» όσο λίγοι άλλοι. Πάνω σ’ αυτό, οι νέοι εκ του ασφαλούς υπερασπιστές των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι σταλινικοί, οι τροτσκιστές, οι «σοσιαλιστές», οι του CERES, δε βγάζουν λέξη. Εκμεταλλευόμενοι είναι κι οι άλλοι λαοί. Ας δεχτούμε ότι ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα – τα πολιτικά – προέχει των άλλων κι ας υποθέσουμε ότι με κάποιο θαύμα, η ρωσική γραφειοκρατία φτάνει να «εκδημοκρατίσει» το καθεστώς. Αυτό σημαίνει ότι το κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα της Ρωσίας θά ‘χει για πάντα κανονιστεί; Μήπως το πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα της σημερινής Γαλλίας θα λυνόταν με την κατάργηση των «αυθαιρεσιών» της αστυνομίας, δικαιοσύνης και διοίκησης;

Ζήτω η ελευθερία. Αλλά, προσοχή: η ελευθερία πρέπει να σταματά στις πόρτες των επιχειρήσεων. Καμιά συζήτηση πάνω στο να είμαστε ελεύθεροι στη δουλειά μας (ο διανοούμενος που σκέπτεται πάνω σ’ αυτά τα θέματα, την έχει όσο του επιτρέπει η διανοητική του κατάσταση, αλλά δε μιλώ για τους ατομικά εργαζόμενους πού, λίγο πολύ, την έχουν). Συνεχίζουν τις παπαγαλίστικες λιτανίες κατά του δεσμοφύλακα της ελευθερίας Μαρξ κτλ. Μένουν σκλάβοι του βασικού (καπιταλιστικού) αξιώματος: η εργασία είναι το βασίλειο της αναγκαιότητας (δηλ. της σκλαβιάς). Έξω απ’ αυτό, λένε πως η αυτοδιαχείρηση είναι μια μορφή ολοκληρωτισμού. Πώς να μην αρνηθούμε αποφασιστικά το ότι η αλυσίδα συναρμολόγησης είναι η πιο προχωρημένη μορφή (μονοθεϊστικής) δημοκρατίας και ότι είναι το πεδίο εκλογής της πραγματικής πνευματικής ελευθερίας; Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το να προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε μ’ ένα ανεύρετο υπερπέραν.

Οι άνθρωποι πού ‘ναι σκλάβοι το πιο μεγάλο μέρος της ξυπνητής τους ζωής στη δουλειά τους και που κοιμούνται εξουθενωμένοι το βράδυ μπροστά σε μιαν αποβλακωτική και χειραγωγική τηλεόραση, δεν είναι, κι ούτε μπορούν νά ‘ναι ελεύθεροι. Η κατάργηση της ετερονομίας, είναι τόσο η κατάργηση της κυριαρχίας μερικών κοινωνικών ομάδων, όσο κι η μετατροπή της σχέσης της θεσμίζουσας κοινωνίας με της θέσμισή της, το σπάσιμο της υποταγής της κοινωνίας στην ίδια της τη θέσμιση. Οι δυο όψεις φανερώνονται με μιαν εκτυφλωτική καθαρότητα στην περίπτωση της παραγωγής και της εργασίας. Η κυριαρχία μιας μικρής κοινωνικής ομάδας (μερικής) πάνω στην κοινωνία δε θα μπορέσει να καταργηθεί, αν δεν καταργηθεί η κυριαρχία μερικών (ειδικών) ομάδων στη διαδικασία της παραγωγής και της εργασίας – δίχως την κατάργηση της γραφειοκρατικής ιεραρχίας μέσα στην επιχείρηση, όπως και αλλού. Μέχρι τότε, ο μόνος συλληπτός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας είναι η «συλλογική διαχείριση» της παραγωγής απ’ όλους τους εργαζόμενους, πράγμα που δεν έπαψα να τονίζω απ’ τα 1974[4]. Αυτό που αποκλήθηκε στη συνέχεια αυτοδιαχείριση – τις περισσότερες φορές για να το κάνουν μεταρρυθμιστικό κόσμημα της καταστημένης τάξης πραγμάτων ή πεδίο πειραματισμού και σιωπώντας εκκωφαντικά πάνω στις κολοσσιαίες συνέπειές της, σαν πηγή και σαν κατάληξη. Απ’ τις συνέπειές της, δε θ’ αναφέρω παρά μόνο δύο, εδώ, επεξηγημένες ήδη από τα 1955-57 («Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού»). Μια πραγματική συλλογική διαχείριση, μια ενεργητική συμμετοχή όλων στις κοινές υποθέσεις είναι πρακτικά ανεφάρμοστη αν διατηρηθεί η διαφοροποίηση στις αμοιβές (διατήρηση που «απολύτως τίποτε», από καμιάν άποψη, δε μπορεί να δικαιολογήσει). Η αυτοδιαχείριση σημαίνει ισότητα όλων των μισθών, εισοδημάτων κτλ. Απ’ την άλλη μεριά, η αυτοδιαχείριση θ’ αυτοδιαλυθεί γρήγορα απ’ τα μέσα, αν συνίσταται μόνο στην «αυτοδιαχείριση» των υπαρχόντων περιττωμάτων. Η αυτοδιαχείριση δε θα μπορέσει να διατηρηθεί και ν’ αναπτυχθεί παρά μόνο αν επιφέρει άμεσα μια συνειδητή μετατροπή στην υπάρχουσα τεχνολογία – στη θεσμισμένη τεχνολογία – για να την υποτάξει στις ανάγκες, τους πόθους, και τις επιθυμίες των ανθρώπων, τόσο σαν παραγωγών, όσο και σαν καταναλωτών. Σ’ αυτήν τη μετατροπή δε βλέπουμε πώς θα μπορούσαμε να θέσουμε «από την αρχή» όρια· είναι προφανές ότι δε μπορεί νά ‘χει όρια. Μπορούμε, αν θέλουμε, να ονομάσουμε την αυτοδιαχείριση αυτοοργάνωση· αλλά αυτοοργάνωση «του τίνος»; Η αυτοοργάνωση είναι η αυτοοργάνωση των «συνθηκών» ( κοινωνικά και ιστορικά κληρονομημένων) μέσα στις οποίες εκτυλίσσεται. Και σ’ αυτές τις συνθήκες, συνθήκες θεσμισμένες, περιλαμβάνονται όλα: μηχανές, εργαλεία κι εξαρτήματα της εργασίας, αλλά και προϊόντα της· τα πλαίσιά της, αλλά κι οι δεσμοί ζωής, η γνώση του περιβάλλοντος, κι η σχέση των δύο και επίσης και προπαντώς, τα υπάρχοντα και τα μελλοντικά της υποκείμενα, τα ανθρώπινα όντα, ο κοινωνικός τους σχηματισμός, η εκπαίδευσή τους στην πιο βαθειά έννοια, - η «παιδεία» τους. Αυτοδιαχείριση και αυτοοργάνωση, ή είναι συνθήματα για να παραπλανηθεί ο κόσμος, ή σημαίνουν ακριβώς αυτά: την «ξεκάθαρη» ( την όσο γίνεται περισσότερο λεπτομερειακή) αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε αν εξετάσουμε το θέμα απ’ την πιο συγκεκριμένη, την πιο καθημερινή του άποψη ( όπως το κάνω σε τούτα τα κείμενα) ή κι αν το εξετάσουμε απ’ την πιο αφηρημένη, την πιο φιλοσοφική άποψη ( όπως το ‘κανα στη «Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας»).

Η ελευθερία δεν έχει μόνο την «παθητική» ή «αρνητική» όψη, της προστασίας της σφαίρας ύπαρξης του ατόμου όπου θ’ αναγνωρίζεται και θα κατοχυρώνεται απ’ τον νόμο η εξουσία του αυτόνομου πράττειν. Πιο σημαντική ακόμη είναι η όψη της η «ενεργητική» ή «θετική», απ’ την οποία εξαρτάται, βραχύ- και μακροπρόθεσμα, η διατήρηση της πρώτης. Όλοι οι νόμοι είναι άχρηστα χαρτιά δίχως τη δράση των πολιτών· δικαστές και δικαστήρια δε μπορούν να μείνουν αδιάφθορα και αμερόληπτα, μέσα σε μια κοινωνία «εξατομικευμένων» προβάτων που αδιαφορούν γι’ αυτά που κάνει η εξουσία. Η ελευθερία, η αυτονομία, σημαίνει απαραίτητα την ενεργητική κι ίση συμμετοχή σε κάθε κοινωνική εξουσία που αποφασίζει για τις κοινές υποθέσεις. Ο φιλελεύθερο - «ιδιωτικός» διανοούμενος μπορεί, αν είναι αρκούντως ηλίθιος, να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο, να χαίρεται τα όποια προνόμια του προσφέρει η θεσμισμένη κοινωνική τάξη, και να ξεχνά ότι δεν έχει ν’ αποφασίσει για τίποτα, ούτε καν για το τι θ’ αγοράσει, τι μόδα θα του επιβάλλουν, τι αέρα ποιοτικά θ’ ανασάνει· και μπορεί ν’ αρκεστεί σ’ αυτή του την ηλιθιότητα-ιδιωτικότητα μέχρι τη μέρα που θα τού ‘ρθει ελεύθερα στο κεφάλι μια βόμβα υδρογόνου, που η τροχιά της θα ‘χει αποφασιστεί ελεύθερα από άλλους. Αλλά εξουσία ν’ αποφασίζουμε δεν είναι μόνο το ν’ αποφασίζουμε για τα «τρέχοντα» θέματα, να συμμετέχουμε στη διαχείριση μιας τάξης πραγμάτων που θεωρούνται πως δεν αλλάζουν. Αυτόνομος σημαίνει αυτός που δίνει ο ίδιος στον εαυτό του τον νόμο του. Κι εδώ μιλούμε για κοινούς, «τυπικούς» κι «άτυπους» νόμους – δηλ. θεσμίσεις. Συμμετέχω στην εξουσία σημαίνει συμμετέχω στη «θεσμίζουσα εξουσία». Σημαίνει ανήκω, σε ισότητα με άλλους, σε μια συλλογικότητα που αυτοθεσμίζεται απεριόριστα.

Η ελευθερία μέσα σε μια αυτόνομη κοινωνία εκφράζεται απ’ αυτούς τους δυο βασικούς νόμους: όχι εκτέλεση χωρίς ίση συμμετοχή στο στη λήψη των αποφάσεων, - όχι νόμος δίχως ίση συμμετοχή στο σχηματισμό του νόμου. Μια αυτόνομη κοινότητα έχει ως έμβλημα κι αυτοκαθορισμό: «είμαστε αυτοί πού έχουμε για νόμο το να μας δίνουμε τους νόμους μας».

Αυτή η ενεργητική και θετική άποψη της ελευθερίας, της αυτονομίας της κοινωνίας, είναι αξεχώριστα δεμένη με το θέμα της ελευθερίας του ατόμου. Μια αυτόνομη κοινωνία σημαίνει αυτόνομα άτομα – και τέτοια άτομα δε μπορούν να υπάρξουν ολοκληρωμένα, παρά μέσα σε μιαν αυτόνομη κοινωνία. Αυτό που κάνει ο καθένας, τόσο από την άποψη της κοινότητας όσο κι από την άποψη τη δική του, εξαρτάται σ’ ένα αποφασιστικό βαθμό από την κοινωνική του κατασκευή σαν ατόμου. Η ίδια η «εσωτερική ελευθερία», όχι μόνο με την έννοια της «ενεργής ελευθερίας της σκέψης», αλλά ακόμη και με την έννοια της «ελευθερίας της βούλησης», εξαρτάται απ’ τη θέσμιση της κοινωνίας κι απ’ αυτό που αυτή παράγει σαν άτομο. Η «ελεύθερη βούληση» δε μπορεί ν’ ασκηθεί παρά μέσα σε πραγματικές συνθήκες που προσφέρονται στο άτομο και που του φαίνονται «δυνατές». Καμιά «ελεύθερη βούληση» δεν θα επέτρεπε ποτέ στον υπήκοο ενός ανατολικού δεσπότη να σκεφτεί ότι, ίσως, ο Βασιλιάς-Θεός είναι απλώς ηλίθιος ή διανοητικά καθυστερημένος. Κανένας Εβραίος της κλασσικής εποχής δεν ήταν «ελεύθερος» να σκεφτεί ότι πιθανόν όλα όσα συναντά στη «Γένεση» δεν ήταν παρά μύθοι. Πριν την Ελλάδα, κανένα μέλος καμιάς κοινωνίας, δεν μπόρεσε ποτέ να διανοηθεί ότι έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί: οι νόμοι μας είναι πιθανόν κακοί, οι θεοί μας είναι πιθανόν ψεύτικοι, η αντίληψή μας για τον κόσμο είναι πιθανόν καθαρά συμβατική. Ο Χέγκελ έκανε μεγάλο λάθος όταν έλεγε ότι ο ασιατικός κόσμος γνώριζε την ελευθερία ενός μόνο και ο ελληνορωμαϊκός την ελευθερία μερικών. Ο «ένας μόνο» ασιάτης, ο μονάρχης, δεν ήταν «ελεύθερος», δε μπορούσε να σκεφτεί παρά αυτό που του επέβαλε η θέσμιση της κοινωνίας. Και, αν η Ελλάδα εισήγαγε την ελευθερία, παρά τη δουλεία και την κατάσταση της γυναίκας, αυτή ήταν ότι όλοι «μπορούσαν» να σκεφτούν αλλιώς. Για να μπορέσει το άτομο να σκεφτεί «ελεύθερα», ακόμα και μέσα του, πρέπει η κοινωνία να το μεγαλώσει και να το πλάσει, να το μορφώσει, σαν «άτομο που μπορεί να σκεφτεί ελεύθερα», πράγμα που πολύ λίγες κοινωνίες έχουν κάνει μέσα στην ιστορία. Αυτό προϋποθέτει πρώτα, τη «δημιουργία», τη θέσμιση ενός «κοινωνικού χώρου» της σκέψης ανοιχτού σε ερωτήσεις· αυτό είναι που αποκλείει άμεσα, κατά τις ενδείξεις, το θέσιμο του νόμου – της θέσμισης – σαν αμετακίνητου, κι αυτό που αποκλείει ριζικά την ιδέα μιας υπερβατικής πηγής της θέσμισης, ενός νόμου δοσμένου απ’ το Θεό ή τους θεούς, απ’ τη φύση ή το Λόγο (αν μ’ αυτό εννοήσουμε ένα σύνολο εξαντλητικών κατηγορικών και α-χρονικών καθορισμών, αν εννοήσουμε άλλο πράγμα από την ίδια την κίνηση της ανθρώπινης σκέψης). Την ίδια στιγμή και παράλληλα, αυτό σημαίνει μιαν εκπαίδευση στην πιο βαθειά έννοια, μια «παιδεία», που πλάθει άτομα με αυτήν τη δυνατότητα (την ενεργή) να σκέφτονται από μόνα τους – πράμα που, το λέω ακόμα μια φορά, είναι «το τελευταίο πράγμα στον κόσμο» που το ανθρώπινο ον θα κατείχε από γεννησιμιού του ή από θείο δόσιμο. Ας προσθέσουμε ότι το να σκέφτεσαι από μόνος σου, είναι αδύνατο ψυχικά, όχι μόνο αν κάποιος άλλος εδώ ή στον ουρανό, τοποθετείται σαν πηγή της αλήθειας: αλλά ακόμη κι αν αυτό που κάποιος σκέφτεται, ενδιαφέρει λίγο και δε δημιουργεί διαφορά – να το πω αλλιώς, αν κάποιος δε θεωρείται υπεύθυνος (υπόλογος) όχι για τη φαντασία του, αλλά για τα λόγια και τα έργα του (που είναι το ίδιο πράγμα).

Η ριζική αμφισβήτηση του θεσμισμένου φαντασιακού και η δημοκρατική θέαση, που γεννήθηκαν στην – κι από – την αρχαία πόλη, ξαναπαίρνονται στη σύγχρονη εποχή απ’ το πνευματικό και πολιτικό κίνημα που γνώρισε μια πρώτη άνθιση με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού και τις επαναστάσεις, αμερικανική και γαλλική του 18ου αι. (που προκλήθηκαν μερικά από την αγγλική του 17ου αι). Από τις αρχές του 19ου αι. μισόν αιώνα πριν να μπορεί να γίνει λόγος για τον Μαρξ και τον μαρξισμό, το γεννώμενο εργατικό κίνημα τις πήρε με τη σειρά του και τις επεξέτεινε αποφασιστικά. Αυτή η επέκταση μεταφράστηκε στο ξεπέρασμα – όχι στο λησμόνημα- του στενά «πολιτικού» πεδίου. Το εργατικό κίνημα επεξέτεινε από την αρχή του τη σημασία και τη θέαση της δημοκρατίας, μέσα από την ιδέα της «κοινωνικής δημοκρατίας». Η κριτική της θεσμισμένης τάξης κι η δημοκρατική διεκδίκηση στρέφονταν ενάντια όχι μόνο στο «πολιτικό» καθεστώς με τη στενή έννοια, αλλά και στην οικονομική οργάνωση, την εκπαίδευση και την οικογένεια. Αυτό εκφράζεται πολύ καθαρά με την ώσμωση (σύνδεση δυο χώρων μέσω διαπερατού τοιχώματος, έννοια της φυσικής, χημείας, βιολογίας) που υπήρχε ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και τα διάφορα ρεύματα του ουτοπικού σοσιαλισμού στα πρώτα μισά του 19ου αι κι ακόμη κι έπειτα – για όσον καιρό τα μαρξιστικά δεσμά δεν είχαν περιορίσει κι ευνουχίσει την κοινωνική δημιουργικότητα του κινήματος. Στην αρχή, και μερικές φορές κι αργότερα, ο Μαρξ αφομοίωσε το καλύτερο απ’ αυτή την ιστορική δημιουργία. Αλλά επίσης απ’ την αρχή, άφησε να επικρατήσει σ’ αυτόν η ορθολογιστική, επιστημονική τάση που θα ‘παιρνε γοργά το πάνω χέρι και θα σύντριβε πρακτικά την άλλη (την επαναστατική). Τάση που τον έκανε να ψάχνει μιαν οικουμενική και τελειωμένη ερμηνεία της κοινωνίας και της ιστορίας, και να πιστέψει πως βρήκε τον «καθοριστικό» ρόλο στην παραγωγή και να υψώσει τελικά την «ανάπτυξή» της σε οικουμενικό κλειδί της κατανόησης της ιστορίας και σε αρχιμήδειο σημείο του μετασχηματισμού της κοινωνίας. Απ’ αυτό ο Μαρξ υποχρεώθηκε στην πράξη – και σ’ αυτό που κατά στιγμές έλεγε και έκανε – να μετατοπίσει κατά πολύ το πεδίο των απασχολήσεων και των θεάσεων του κινήματος, συγκεντρωμένος αποκλειστικά πάνω στα θέματα της παραγωγής, της οικονομίας, των «τάξεων» (που κι αυτές καθορίζονταν από την παραγωγή και την οικονομία) και, πολύ φυσικά, στο να αγνοήσει ή να ελαχιστοποιήσει όλα τα υπόλοιπα λέγοντας ή αφήνοντας να εννοηθεί πως η λύση των άλλων προβλημάτων θα ερχόταν σαν άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης των καπιταλιστών. Το πολιτικό θέμα με την ευρεία έννοια – της οικουμενικής θέσμισης της κοινωνίας – καθώς και το πολιτικό θέμα με τη στενή έννοια – της εξουσίας, της φύσης και της οργάνωσής της, της δυνατότητας ν’ ασκηθεί ενεργά από την κοινότητα, και των προβλημάτων που θα ‘φερνε αυτή η εξάσκηση – αγνοήθηκαν ή, το περισσότερο, ειδώθηκαν σαν πορίσματα που θα αποδεικνυόντουσαν από τη στιγμή που το κύριο θεώρημα θ’ αποδεικνυόταν στην πρακτική της επανάστασης.

Το ότι ξεκινώντας από κει, ο Μαρξ κι ο μαρξισμός κατάφεραν ν’ ασκήσουν μια καθοριστική επίδραση (στην πραγματικότητα καταστροφική) πάνω στο εργατικό κίνημα πολλών χωρών, δεν είναι το απλό αποτέλεσμα της διανοητικότητας του Μαρξ – κι ακόμα λιγότερο της σατανικότητάς του. Ο κεντρικός και ηγεμονικός χαρακτήρας της οικονομίας (κι η συνακόλουθη «σμίκρυνση» όλης της υπόλοιπης κοινωνικής και πολιτικής προβληματικής) δεν είναι «τίποτε άλλο» παρά τα οργανωτικά θέματα του κυρίαρχου φαντασιακού της εποχής (και της δικής μας), του καπιταλιστικού φαντασιακού. Όπως προσπάθησα να δείξω από τα 1955 («Περιεχόμενο του σοσιαλισμού», «Επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό», «εισαγωγή» της «γραφειοκρατικής κοινωνίας», «Προλεταριάτο και οργάνωση», στο θέμα της «Ιστορίας του εργατικού κινήματος») η «είσοδος», το μπόλιασμα με τον μαρξισμό του εργατικού κινήματος, υπήρξε, στην πράξη, η επανεισαγωγή (ή η αναγέννηση) μέσα σ’ αυτό το κίνημα, των βασικών φαντασιακών σημάνσεων του καπιταλισμού, από τις οποίες είχε προσπαθήσει να ξεφύγει κατά την προηγούμενη εποχή.

Η σύγχυση και η αταξία που έτσι εισάχθηκαν απ’ τον Μαρξ και τον μαρξισμό, μέσα στις ιδέες, τις κατηγορίες της σκέψης και τους στόχους του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος, υπήρξαν τεράστιες σ’ όλα τα πεδία (πληρώνουμε ακόμη τις συνέπειες – κάθε φορά που κάποιος μας λέει: «ναι, αλλά στη Ρωσία έχει σοσιαλισμό αφού δεν υπάρχουν πια καπιταλιστές»). Αλλά, πουθενά δεν υπήρξαν τόσο καταστροφικές απ’ ότι στο στενά εννοούμενο πολιτικό πεδίο. Θα δοκιμάσω να το δείξω εδώ σ’ ένα χώρο εξαιρετικά γόνιμο: στην έννοια της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Κόμπος μυστικισμών, σχεδόν αδύνατο να λυθεί, πού ‘γινε κακόγουστη και μακάβρια φάρσα απ’ τα 1917, και που έχω αλλού σχολιάσει ένα από τα τελευταία της επεισόδια την «εγκατάλειψη απ’ το ΚΚΓ της «δικτατορίας του προλεταριάτου»[5].