Σάββατο 16 Αυγούστου 2008

σοσιαλισμός και αυτονομία volume 1


I

Είναι φανερό ότι οι όροι σοσιαλισμός και κομμουνισμός, πρέπει να εγκαταλειφθούν. Βέβαια, η σημασία που δίνεται σε κάθε λέξη είναι, θεωρητικά και κατ’ αρχήν, συμβατική και αυθαίρετη. Αλλά, αυτό ακριβώς, την κάνει να σημαίνει ό,τι έγινε μέσα στην ενεργή ιστορική της χρήση. Το να διατηρηθεί ένα καθαρό νόημα στις λέξεις, είναι πιθανά το καθήκον του ποιητή ή του φιλοσόφου, αλλά όχι και του πολιτικού. Είτε θέλουμε είτε όχι, σοσιαλισμός σημαίνει σήμερα, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, το καθεστώς της Ρωσίας και των άλλων τέτοιων χωρών – «ο υπαρκτός σοσιαλισμός», όπως πετυχημένα τον αποκάλεσε ο κ. Μπρέζνιεφ: ένα σύστημα που ασκεί μιαν εκμετάλλευση, καταπίεση, ολοκληρωτική τρομοκρατία, πολιτιστική αποβλάκωση σε βαθμό άγνωστο στην προηγούμενη ιστορία.

Ακόμη, ονομάζονται σοσιαλιστικά τα κόμματα πού ‘χουν για ηγέτες τους κκ. Μιτεράν, Κάλαχαν, Σμιτ κτλ, δηλ. Τα «πολιτικά», εναλλακτικά σχήματα του καθεστώτος στις δυτικές χώρες. Αυτές οι κραυγαλέες πραγματικότητες, δε μπορούν να αντιμετωπιστούν με διακρίσεις ετυμολογικές ή σημειολογικές. Το να θέλεις να χτυπήσεις τη γραφειοκρατία της Εκκλησίας, θυμίζοντας ότι η αρχική έννοια της λέξης «εκκλησία» ήταν συγκέντρωση ανθρώπων (εδώ πιστών) κι ότι σχετικά μ’ αυτό δεν υπάρχουν η πραγματικότητα του Πάπα, των καρδιναλίων, του Βατικανού, είναι ουτοπικό.

Στην περίπτωσή μας, θα πρέπει να παραδεχτούμε το ότι αυτές οι λέξεις έχουνε ξεφτιλιστεί. Είναι αναμφισβήτητο το ότι στα χέρια των λενινο-σταλινικών και μεταρρυθμιστικών γραφειοκρατιών, αυτές οι λέξεις γίνανε ένα από τα εργαλεία της μεγαλύτερης μυστικοποίησης της ιστορίας. Αλλά, αυτό έχει συντελεστεί και είναι ανεπανόρθωτο. Κατά τα άλλα οι όροι ήταν από μόνοι τους «κακοί» – όσο μπορεί νά ‘ναι μια λέξη – δηλ. ή ταυτολογικοί ή επικίνδυνα ασαφείς. Τι θέλει να πει το νά ‘σαι «σοσιαλιστής» ή «κομμουνιστής»; Το νά ‘σαι μαχητής της κοινωνίας - société, ή της κοινότητας – communité. Όλες οι κοινωνίες υπήρξαν και θά ‘ναι πάντα «σοσιαλιστικές». Οι κοινωνίες είτε είναι κοινωνικές είτε δεν είναι τίποτα (DelaPalice). Η κοινωνία είναι πάντα «σοσιαλιστική-κοινωνική», γιατί πάντα τείνει να διατηρηθεί σαν κοινωνία «θεσμισμένη», και θεσμισμένη με τέτοιον τρόπο δεδομένο, ώστε να «υποτάσσει τα πάντα» στη διατήρησή της – την προστασία, τη συντήρηση, την αποδοχή και την αναπαραγωγή της σαν τέτοια κοινωνία. Ακόμη κι η πιο άγρια «ατομικιστική» κοινωνία, είναι «σοσιαλιστική» με την έννοια ότι αποδέχεται και θέτει αυτήν τη θέσμιση, αυτήν την κατασκευή, αυτήν την «κοινωνική αξία» (ούτε φυσική, ούτε ορθολογική, ούτε υπερβατική) πού ‘ναι το άτομο. Αυτό που στο ανθρώπινο ον δεν είναι κοινωνικά κατασκευασμένο (κι η λεκτική παράσταση: είμαι άτομο, και τέτοιο άτομο, είναι μέρος αυτής της κατασκευής, ένα απ’ τα αποτελέσματά της) είναι η ψυχική μονάδα, στο όριο του γνώσιμου και του ασύλληπτου, πού ‘ναι γι’ αυτό ριζικά ενσωματωμένο στη ζωή – όχι στην κοινωνική ζωή, στη ζωή απλά. Γιατί η ψυχική μονάδα είναι σαν τέτοια ριζικά α-νοητή, ά-λογη, α-λειτουργική. Αυτό το στοιχειώδες πράγμα, ακόμη κι αν τέθηκε στο κέντρο της σκέψης μας πάνω στο υποκείμενο απ’ τον Φρόυντ και χάρις σ’ αυτόν, ήταν από πάντα γνωστό, και σχηματοποιήθηκε από στοχαστές τόσο διαφορετικούς, όσο ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης ή ο Ντιντερό. Δεν είναι παρά εξαιτίας της κάλυψής του που, εδώ και δέκα χρόνια, μπόρεσαν ν’ ανθίσουν νέες ποικιλίες σύγχυσης και μυστικισμού – οι ύμνοι στην «επιθυμία», τη «λίμπιντο», η ανακάλυψη μιας «μιμητικής επιθυμίας», και το νέο κατασκεύασμα που λανσάρεται από τη βιομηχανία των ιδεών της αγοράς: ο ψευτο-«θρησκευτικός» νεοφιλελευθερισμός. Όλοι αυτοί, οτιδήποτε κι αν λένε οι μεν για τους δε, μοιράζονται το ίδιο απίστευτο αξίωμα: το φάντασμα ενός «ατόμου», πού ‘ρχεται στον κόσμο ολοκληρωτικά δημιουργημένο και προσδιορισμένο στην ουσία του, και το ότι η κοινωνία – η κοινωνικότητα σαν τέτοια – το καταστρέφει, το καταπιέζει, το σκλαβώνει.

Ακόμη ο όρος σοσιαλισμός περιέχει και μιαν επικίνδυνη ασάφεια-διοσημία. Μοιάζει ν’ αντιπαραθέτει μιαν υλική, ουσιαστική, «αξιολογική» πρωτοκαθεδρία της κοινωνίας, απέναντι στο άτομο – σαν να μπορούσαν να γίνουν «εκλογές», «επιλογές» υπέρ της κοινωνίας και κατά του ατόμου. Στο επίπεδο της θεωρίας, των ιδεών και των συλλήψεων, μια τέτοια αντίθεση είναι, το λέω, ανόητη. Είναι επίσης παραπειστική και μυστικιστική στο πρακτικό επίπεδο. Μένει εγκλωβισμένη στην αστική φιλοσοφία κι ιδεολογία, μέσα στην ψεύτικη προβληματική που αυτή δημιουργεί. Γίνεται τελικά ένα ιδεολογικό κάλυμμα του ολοκληρωτισμού, καθώς τρέφει από αντίδραση έναν ψευτο-«ατομικισμό» ή «φιλελευθερισμό».

Η βικτωριανή κοινωνία (19ος αι.), πιο γενικά, αυτή του κλασσικού και «φιλελεύθερου» καπιταλισμού, ήταν «ατομικιστική», τουλάχιστον έτσι δήλωνε. Τι πάει να πει αυτό; Επέτρεπε σε μια μικρή μειοψηφία «ατόμων», να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζει τη μεγάλη πλειοψηφία των υπολοίπων «ατόμων». Λειτουργούσε ενάντια στο «άτομο» σε 90% των περιπτώσεων. Και, τι σημαίνει το γεγονός ότι η σημερινή ρωσική κοινωνία είναι μια κοινωνία καταπίεσης κι εκμετάλλευσης; Μήπως το ότι το κάθε άτομο το καταπιέζουν και το εκμεταλλεύονται για χάρη της κοινότητας, δηλ. των άλλων ( άρα και τη δική του); Ασφαλώς όχι· καθένα απ’ τα άτομα που απαρτίζουν το ρωσικό λαό, δεν το εκμεταλλεύεται ούτε το καταπιέζει ο ρωσικός λαός, αλλά η κομματική γραφειοκρατία, δηλ. μια κοινωνιολογική ομάδα ατόμων. Η ρωσική κοινωνία είναι αυθεντικά «ατομικιστική» – για το 10% του πληθυσμού της.

Οι κοινωνίες που δημιουργούν άτομα-σκλάβους (δηλ. όλες σχεδόν οι γνωστές εκτός της αρχαίας πόλης – για τους πολίτες – και της σύγχρονης κληρονομιάς της – ομάδες κτλ.) δεν τα υποτάσσουν στη «συλλογικότητα-κοινότητα», πράγμα που, το ξαναλέω, δε θά ‘χε κανένα νόημα. Τα υποτάσσουν στη δεδομένη «θέσμιση» της κοινωνίας, κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό. Ο άγριος δεν υποτάσσεται στη φυλή του σαν ενεργή συλλογικότητα-κοινότητα· αυτός, και η κοινότητα είναι υποταγμένοι σε θεσμούς εγκαθιδρυμένους απ’ τους «προγόνους». Ο εβραίος, ο χριστιανός, ο μουσουλμάνος, δεν είναι υποταγμένοι στην κοινότητα την εβραϊκή, τη χριστιανική ή την μουσουλμανική, είναι σκλάβοι της δεδομένης θέσμισης της κοινότητας, του ανέγγιχτου κι αμετακίνητο νόμου, που η απαρχή του τοποθετείται στο θεό, μορφή και πηγή υπερβατική[1]. Ακόμη και στην αρχαία Σπάρτη, ο Σπαρτιάτης δεν ήταν υποταγμένος στους Σπαρτιάτες, αλλά στη Σπάρτη και σ’ αυτό που έκανε τη Σπάρτη νά ‘ναι Σπάρτη· όχι στη γεωγραφική της θέση, αλλά στους νόμους της, εγκαθιδρυμένους σαν αμετακίνητους και αποδιδόμενους σ’ έναν νομοθέτη μυθικό ή μυθοποιημένο, στο Λυκούργο. Η μυθική προέλευση του νόμου, όπως των Δέκα Εντολών που έδωσε ο θεός στον Μωυσή, σαν τη χριστιανική Αποκάλυψη, ή τον μουσουλμανικό Προφητισμο, έχουν την ίδια σημασία και λειτουργία: να βεβαιώσουν τη συντήρηση μιας ετερόνομης θέσμισης της κοινωνίας ενσωματώνοντας σ’ αυτή τη θέσμιση μιαν εξωκοινωνική προέλευση του νόμου, που έτσι τίθεται εξ ορισμού και ουσιαστικά έξω απ’ τη θεσμίζουσα δραστηριότητα των ανθρώπων. Σαν αντίδραση, εκεί όπου σπάει η θεσμισμένη ετερονομία εμφανίζονται συγχρόνως – είναι ταυτολογία – το αυτόνομο άτομο κι η αυτόνομη κοινότητα. Σαφέστερα, εμφανίζονται η «πολιτική ιδέα» και το «πολιτικό θέμα» της αυτονομίας του ατόμου και της κοινότητας, που δεν είναι δυνατά κι ούτε έχουν νόημα ξεχωρισμένα. Το άτομο, τέτοιο που το γνωρίζουμε από μερικά παραδείγματα και τέτοιο που το θέλουμε για όλους· το αυτόνομο άτομο που – ολόκληρο παρμένο μέσα στην ά-λογη τάξη/αταξία του κόσμου – θέλει και γίνεται υπεύθυνο γι’ αυτό που είναι, που λέει, που κάνει, γεννιέται την ίδια στιγμή και με την ίδια κίνηση που εμφανίζεται η πόλη «σαν κοινότητα» αυτόνομη (δηλ. που δεν τοποθετεί τους νόμους της σε κάτι που της είναι εξωτερικό, υπερβατικό, αλλά που τους θέτει η ίδια για τον εαυτό της). Το σπάσιμο της μυθικής ή θρησκευτικής ετερονομίας, η καταγγελία των θεσμισμένων κοινωνικών φαντασιακών σημάνσεων, η αναγνώριση του ιστορικά «δημιουργούμενου» χαραχτήρα της θέσμισης - του «νόμου» - είναι (κατά μεγάλο μέρος) αξεχώριστα απ’ τη γέννηση της φιλοσοφίας, απ’ τη διερεύνηση που δε γνωρίζει τέλος, ούτε «εξουσία» εσω- ή εξωκοσμική – μ’ άλλα λόγια, η γέννηση της φιλοσοφίας είναι αξεχώριστη, αδύνατη και αδιανόητη έξω απ’ τη δημοκρατία.

Η δημοκρατία ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα αρχικά «ισονομία» - ισότητα όλων απέναντι στο νόμο. Αλλά τί είναι ο νόμος; Δεν είναι μόνο ο «επίσημος» νόμος – γραπτός στις σύγχρονες – νόμος με τη στενή έννοια. Ο νόμος είναι η θέσμιση της κοινωνίας. Η ισότητα και η ελευθερία – θα ξαναγυρίσω στο περιεχόμενο αυτών των όρων – δεν μπορούν να περιοριστούν σ’ ορισμένους μόνο τομείς (πχ. εγγύηση για ίσα δικαιώματα στην υπεράσπιση μπροστά στο δικαστήριο) και «να αγνοεί την πραγματικότητα» που κάνει απ’ αυτήν την εικονική ισότητα μια πραγματική ανισότητα (όπως γίνεται σήμερα στις «δημοκρατικές» κοινωνίες). Η ισότητα κι η ελευθερία, δε μπορεί νά ‘ναι ισότητα κι ελευθερία όλων να στήσουν, πχ. μια «επιχείρηση» ατομική – ενώ συγχρόνως, η «ενεργή» θέσμιση της κοινωνίας κάνει απ’ αυτό το δικαίωμα μια κακόβουλη φάρσα για τα 4/5 των ατόμων. Δεν ξέρω ποιός αλλοτινός σοσιαλιστής, νομίζω ο Μπελαμί (της Β΄ Διεθνούς) βεβαίωσε το εξής: ο νόμος απαγορεύει με την ίδια αυστηρότητα πλούσιους και φτωχούς να κοιμούνται κάτω από γέφυρες. Ξαναβγάζουν σήμερα (βέβαια δίχως ν’ αναφέρουν την προέλευσή τους, παρουσιάζοντάς τα σαν νέα) οι Χάγιεκ, Σούμπετερ, Πόπερ, κ.α. επιχειρήματα υπέρ της «ατομικής ιδιοκτησίας», της «ελευθερίας της επιχείρησης», σαν συστατικών της ελευθερίας και της δημοκρατίας, και συνεχίζουν να αποκρύβουν το γεγονός ότι, έτσι που λειτουργούν στις συνθήκες της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά και αναγκαστικά, ατομική ιδιοκτησία κι ελευθερία της επιχείρησης δεν είναι παρά η θεσμισμένη μάσκα της πραγματικής κυριαρχίας μιας μικρής μειοψηφίας.

Δεν είναι το ότι ορισμένοι ανακαλύπτουν ή κάνουν πως ανακαλύπτουν σήμερα – με, ανάλογα στις ατομικές περιπτώσεις, τόσες ή τόσες δεκαετίες καθυστέρησης – τη φρίκη του σταλινικού ή του μαοϊκού ολοκληρωτισμού, αυτό που θα μας κάνει να δικαιολογήσουμε, να δικαιώσουμε, την ανισότητα, τη σκλαβιά, την καταπίεση και την εκμετάλλευση που χαρακτηρίζουν τις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Δεν είναι το ν’ αναγνωρίσουμε ότι τα «ατομικά δικαιώματα», που «αποσπάστηκαν χωρίς να το θέλει» απ’ τον καπιταλισμό με τους αγώνες του λαού στις δυτικές χώρες, δεν είναι «τυπικά» - όπως τα εκμηδενίζει η «ενεργή» κριτική, αφού λειτουργούν μέσα σε κοινωνίες που κυβερνούνται από μια μειοψηφία. Αυτά τα δικαιώματα δεν υπήρξαν ποτέ «τυπικά» (με την έννοια: κενά), αλλά ήταν πάντα «μερικά, όχι πραγματοποιημένα», και συνεχίζουν νά ‘ναι. Και θα παραμένουν έτσι, υποχρεωτικά, όσο η κοινωνία θά ‘ναι χωρισμένη ασύμμετρα κι ανταγωνιστικά σε διευθύνοντες κι εκτελεστές, σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους.

Αυτό που μέχρι τώρα ονομάζαμε σοσιαλισμό, θα το λέμε από δώ και μπρος αυτόνομη κοινωνία. Μια αυτόνομη κοινωνία φέρνει στο νου αυτόνομα άτομα – κι «αντίστροφα». Αυτόνομη κοινωνία, αυτόνομα άτομα· ελεύθερη κοινωνία, ελεύθερα άτομα. Η ελευθερία, αλλά τί είναι η ελευθερία; Δε μιλούμε για μεταφυσική ή φιλοσοφική ελευθερία· αυτή υπάρχει ή όχι, αλλά αν υπάρχει, τότε είναι ίδια στον Ντεκάρτ που σκεφτόταν πλάι στο τζάκι του και σ’ έναν κρατούμενο που τον βασανίζει ή σκοτώνει η Γκεστάπο, η KGB, η αργεντίνικη αστυνομία, κα. Δε μιλούμε για μια ελευθερία εσωτερική, αλλά για την «πραγματική, κοινωνική, συγκεκριμένη» ελευθερία: το να κατέχουμε εξ αρχής το ευρύτερο δυνατό «πεδίο κίνησης και δράσης», που το εξασφαλίζει στο άτομο η θέσμιση της κοινωνίας. Και θέσμιση της κοινωνίας είναι η πολιτική – με το αυθεντικό νόημα του όρου. Μόνο ένας διανοητικά καθυστερημένος ή ένας τσαρλατάνος (η εποχή μας προσφέρει μια πλούσια ποικιλία απ’ τα δύο είδη και σε συνδυασμούς εκπληκτικά παράδοξους) μπορεί να προφασίζεται ότι ενδιαφέρεται για την ελευθερία και να αδιαφορεί για το ζήτημα του «Κράτους», για το ζήτημα της πολιτικής.

Η ελευθερία μ’ αυτή την έννοια σημαίνει ενεργή «ισότητα» – κι αντίστροφα. Η ισότητα, κι αυτή με την έννοια την κοινωνική, θεσμίζουσα: όχι ισότητα μεταφυσική ή «φυσική», αλλά ισότητα σε δικαιώματα και καθήκοντα , σ’ όλα τα δικαιώματα και σ’ όλα τα καθήκοντα, σ’ όλες τις «ενεργές δυνατότητες του πράττειν» για τον καθένα, που θα την προσφέρει η θέσμιση της κοινωνίας. Γιατί, πχ. η (κοινωνική) ανισότητα είναι πάντα και ανισότητα στην «εξουσία»: γίνεται έτσι ανισότητα στη συμμετοχή στη θέσμιση της κοινωνίας (στην εξουσία για κάτι τέτοιο). Πώς μπορούμε νά ‘μαστε ελεύθεροι, αν άλλοι έχουν «πιο πολλή εξουσία» από μας; Εξουσία με την πραγματική ή την κοινωνική έννοια, είναι να αναγκάζουμε κάποιον ή κάποιους να κάνουν κάτι που δεν έχουν «θελήσει», ξέροντας ότι θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Αφού η ιδέα μιας κοινωνίας χωρίς εξουσία είναι απόλυτα φανταστική, όχι συμπαγής, το πρώτο σκέλος της απάντησης στο ερώτημα της ελευθερίας, είναι η ισότητα της συμμετοχής όλων στην εξουσία. Μια κοινωνία ελεύθερη είναι μια κοινωνία όπου η εξουσία ασκείται ενεργά από την κοινότητα, από μια κοινότητα στην οποία συμμετέχουν όλοι ενεργά στη βάση της ισότητας. Κι αυτή η ισότητα στην ενεργή συμμετοχή, σα στόχος, δεν πρέπει να γίνει τυπικός κανόνας πρέπει να κατοχυρωθεί, όσο είναι δυνατό από τους ενεργούς θεσμούς.

Ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση. Είπα προηγουμένως πως η ιδέα μιας κοινωνίας χωρίς καμιάν εξουσία είναι μια όχι συμπαγής φαντασία: θα μπαίναμε στον πειρασμό να πούμε ότι μια αυτόνομη κοινωνία θα προσπαθούσε απλά να περιορίσει κατά το μέγιστο δυνατό το πεδίο όπου ασκείται η συλλογική εξουσία, για ν’ απλώσει στο μέγιστο δυνατό το πεδίο της ενεργής ατομικής αυτονομίας. Αλλά αυτό είναι λίγο μόνο αληθινό. Είναι βέβαιο πως η ετερονομία της σύγχρονης κοινωνίας (ακόμη και στις πιο δημοκρατικές της μορφές) σημαίνει πολύ περισσότερα από έναν αντικανονικό, αδικαιολόγητο, όχι απαραίτητο περιορισμό, σημαίνει έναν ακρωτηριασμό της αυτονομίας του ατόμου – του πεδίου κίνησης και δράσης του, σαν στοιχείων των μερικών συλλογικοτήτων που απαρτίζουν την κοινωνία. Δε θά ‘πρεπε όμως μια αυτόνομη κοινωνία να θέσει σαν αυτοσκοπό την κατάργηση κάθε συλλογικής εξουσίας. Αυτό το κάνουν μόνο οι σύγχρονοι ψευτο-ατομικιστές διανοούμενοι, που βλέπουν το κακό στην κοινωνικότητα σαν τέτοια. Η ελευθερία είναι ελευθερία τόσο του πράττειν μόνοι μας όσο και του πράττειν με άλλους. Να κάνουμε με τους άλλους, σημαίνει να συμμετέχουμε, ν’ απασχολούμαστε, να δενόμαστε με μια κοινή δραστηριότητα – και ν’ αποδεχόμαστε οργανωμένη συνύπαρξη και συλλογικά έργα μέσα στα οποία οι αποφάσεις παίρνονται συλλογικά κι εκτελούνται απ’ όλους όσοι συμμετέχουν στο σχηματισμό τους.

Η σύγχυση πάνω στη σχέση ελευθερίας – ισότητας έρχεται από παλιά. Υπάρχει και σ’ έναν στοχαστή τόσο βαθύ σαν τον Τοκεβίλ[2]. Ο Μαρξ δε βοήθησε καθόλου στη λύση μέσω της αντιμετώπισης του τού πολιτικού ζητήματος σαν απλού, που η λύση του θά ερχόταν αυτόματα απ’ το μετασχηματισμό των παραγωγικών δυνάμεων. Οι τέτοιες συγχύσεις γίνονται δυνατές μόνον αν μένουμε στις πιο επιφανειακές, ρηχές, τυπικές συλλήψεις των όρων ελευθερία κι ισότητα. Από τότε που θα τους δώσουμε το πραγματικό τους βάρος, από τότε που θα τους αφήσουμε να κινηθούν ελεύθερα στη θεσμίζουσα κοινωνική δράση, φαίνονται αξεχώριστοι. Μόνον οι ίσοι άνθρωποι μπορούν να ‘ναι ελεύθεροι, και μόνον οι ελεύθεροι μπορούν νά ‘ναι ίσοι. Όσο θα υπάρχει αναγκαστικά «εξουσία» μέσα στην κοινωνία, αυτοί που δε θα συμμετέχουν σ’ αυτή σε μια βάση ισότητας θά ‘ναι κάτω από την εξουσία και κυριαρχία των όποιων συμμετέχουν και την ασκούν, δεν είναι ελεύθεροι – ακόμη κι έχουν αυτή την «ανόητη ψευδαίσθηση κι αποφάσισαν να ζήσουν και να πεθάνουν «ανόητοι», δηλ. σαν απλώς ιδιωτικά άτομα (λογοπαίγνιο: ανόητος – idiot, ιδιωτεύειν – ζω σαν ιδιώτης, μακριά από τα κοινά). Κι αυτή η συμμετοχή – αυτό είναι το σημείο όπου το σύγχρονο εργατικό κίνημα προχώρησε περισσότερο από την αρχαία ελληνική δημοκρατία (όχι το μόνο σημείο) – δε μπορεί να είναι ισότιμη, παρά αν είναι ισότιμες οι ενεργές πολιτικές συνθήκες όλων, κι όχι μόνο οι νομικές. Δεν υπάρχει λόγος να επιχειρηματολογήσουμε για το αντίστροφο, το ότι δηλ. σε μια κοινωνία που δεν είναι ελεύθερη (οι άνθρωποί της) δε μπορεί να υπάρξει ισότητα. Πάνω σ’ αυτούς τους όχι ελεύθερους ανθρώπους, άλλοι άνθρωποι ασκούν κάθε είδους εξουσία, μ’ αποτέλεσμα ανάμεσα στους πρώτους και τους δεύτερους να εγκαθιδρύεται μια ουσιαστική ανισότητα.

Είναι θλιβερό ν’ αφήνουμε και σήμερα να λέγεται ότι ο σοσιαλισμός θα φέρει την ισότητα αλλά με στέρηση της ελευθερίας, ή αλλιώς, ότι θα πρέπει να παραδεχτούμε πως τα καθεστώτα που διατηρούν την ελευθερία πρέπει να θυσιάζουν την ισότητα. Ας αντιπαρέλθουμε το υστερόβουλο, ότι δηλ. τα καθεστώτα του απόλυτου κι ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι καθεστώτα «σοσιαλιστικά». Όταν εξετάζουμε τόσο σοβαρά θέματα, δεν πρέπει να αρκούμαστε στην κοινωνιολογική και πολιτική αξιολόγηση που κάνει ένα καθεστώς για τον εαυτό του (κι αν το κάνουμε, και δεχτούμε και τη σταλινική δήλωση ότι το ρωσικό σύνταγμα είναι το πιο δημοκρατικό του κόσμου, το επιχείρημα πέφτει από μόνο του). Αλλά, πού είδαμε τα αυτοαποκαλούμενα «σοσιαλιστικά καθεστώτα» να πραγματώνουν την ισότητα; Τί οικονομική, πολιτική και κοινωνική ισότητα υπάρχει ανάμεσα στη γραφειοκρατική κάστα που κυβερνάει τη Ρωσία ή την Κίνα, τη μεσαία γραφειοκρατία, και στις μάζες των εργατών, αγροτών, εργαζομένων δημόσιων υπαλλήλων; Τα καθεστώτα που ξεφτίλισαν τον όρο σοσιαλισμός, δεν είναι μόνο «λιγότερο ελεύθερα» (στρεβλή αντιδιαστολή) από τα’ άλλα. Είναι και πιο «άνισα», απ’ όλες τις απόψεις ( και την ενεργή οικονομική). Ας αφήσουμε στην άκρη τις άλλες απόψεις, για να θέσουμε δευτερεύοντα επιχειρήματα, πώς μπορούμε να πούμε ότι η ισότητα πραγματώνεται σε μια κοινωνία όπου οι μεν μπορούν να κλείνουν τους δε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης; Ποιά είναι η περίεργη (ψευτομαρξιστική) τύφλα που ταυτίζει την ισότητα γενικά, και την οικονομική ισότητα ειδικότερα, με την εξαφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής ( και στην αντικατάστασή της από μια κυρίαρχη, προνομιούχο, αμετακίνητη, αυτοοργανούμενη, αυτοδιαινιζώμενη γραφειοκρατία) και δε μπορεί να δει ότι έτσι μόνο η μορφή της ανισότητας έχει αλλάξει;

Περίεργη κι η αμνησία, που διαρκεί τουλάχιστον δυο αιώνες, της κοινωνικής κριτικής και της κοινωνιολογικής ανάλυσης που έδειξαν μερικό, λειψό, στραβό, στρεβλωτικό, φανταστικό κι αυταπατημένο χαρακτήρα απέναντι στην ελευθερία και τις ελευθερίες κάτω απ’ την αστική δημοκρατία. Ακόμη μια φορά, τί εννοούμε με ελευθερία; Οι καπιταλιστικές κοινωνίες θα μπορούσαν να πάψουν νά ‘ναι κοινωνικά ανελεύθερες; Αν η πλειοψηφία κυβερνάται από μια μειοψηφία, μπορεί η κοινωνία να ονομαστεί ελεύθερη;

Δε μπορούμε να προφασιζόμαστε πως ενδιαφερόμαστε για την «ελευθερία» και να την περιορίζουμε σε κάτι μερικό, κι ουσιαστικά «παθητικό», σ’ αυτή των «ατομικών δικαιωμάτων»· ακόμη περισσότερο που δε μπορούμε να αναγνωρίσουμε τα «ατομικά δικαιώματα» ούτε στην άμεση νομικοπολιτική σφαίρα στην οποία έχουν περιοριστεί στις λεγόμενες «δημοκρατικές» χώρες. Ελευθερία σημαίνει αρχικά την εξάλειψη της θεσμίζουσας κυριαρχίας κάθε ειδικής ομάδας μέσα στην κοινωνία. Η θέσμιση αυτής της κυριαρχίας δεν είναι τυπικά «γραπτή» στα σημερινά Συντάγματα. Όπως το ρωσικό σύνταγμα δε λέει φανερά ότι στην κοινωνία κυριαρχεί η γραφειοκρατία του Κόμματος/Κράτους, έτσι και τα δυτικά Συντάγματα δεν αναφέρουν ότι στην κοινωνία κυριαρχούν οι ομάδες των καπιταλιστών και μεγάλων γραφειοκρατών. Ότι στη δεύτερη περίπτωση τα ατομικά και άλλα δικαιώματα επιτρέπουν καμιά φορά στο λαό ν’ αντιπαρατεθεί στις κυρίαρχες ομάδες δεν υπάρχει καμιά αντίρρηση[3]. Αλλά δε μιλούμε γι’ αυτό, τώρα.

Όλα συμβαίνουν σαν η «ανακάλυψη» η τωρινή του ρωσικού ολοκληρωτισμού από μερικούς καθυστερημένους, χοντροκέφαλους, και κάπως ξεπερασμένους ενήλικες, να λειτούργησε για ν’ απλωθεί ένα νέο πέπλο μυστικισμού πάνω στο κοινωνικό και πολιτικό θέμα. Κι εδώ ακόμη έχουμε περίεργες συγχύσεις. Ο ρωσικός λαός είναι βαριά καταπιεζόμενος. Κι όχι μόνο αυτό. Είναι κι «εκμεταλλευόμενος» όσο λίγοι άλλοι. Πάνω σ’ αυτό, οι νέοι εκ του ασφαλούς υπερασπιστές των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», οι σταλινικοί, οι τροτσκιστές, οι «σοσιαλιστές», οι του CERES, δε βγάζουν λέξη. Εκμεταλλευόμενοι είναι κι οι άλλοι λαοί. Ας δεχτούμε ότι ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα – τα πολιτικά – προέχει των άλλων κι ας υποθέσουμε ότι με κάποιο θαύμα, η ρωσική γραφειοκρατία φτάνει να «εκδημοκρατίσει» το καθεστώς. Αυτό σημαίνει ότι το κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα της Ρωσίας θά ‘χει για πάντα κανονιστεί; Μήπως το πολιτικό και κοινωνικό πρόβλημα της σημερινής Γαλλίας θα λυνόταν με την κατάργηση των «αυθαιρεσιών» της αστυνομίας, δικαιοσύνης και διοίκησης;

Ζήτω η ελευθερία. Αλλά, προσοχή: η ελευθερία πρέπει να σταματά στις πόρτες των επιχειρήσεων. Καμιά συζήτηση πάνω στο να είμαστε ελεύθεροι στη δουλειά μας (ο διανοούμενος που σκέπτεται πάνω σ’ αυτά τα θέματα, την έχει όσο του επιτρέπει η διανοητική του κατάσταση, αλλά δε μιλώ για τους ατομικά εργαζόμενους πού, λίγο πολύ, την έχουν). Συνεχίζουν τις παπαγαλίστικες λιτανίες κατά του δεσμοφύλακα της ελευθερίας Μαρξ κτλ. Μένουν σκλάβοι του βασικού (καπιταλιστικού) αξιώματος: η εργασία είναι το βασίλειο της αναγκαιότητας (δηλ. της σκλαβιάς). Έξω απ’ αυτό, λένε πως η αυτοδιαχείρηση είναι μια μορφή ολοκληρωτισμού. Πώς να μην αρνηθούμε αποφασιστικά το ότι η αλυσίδα συναρμολόγησης είναι η πιο προχωρημένη μορφή (μονοθεϊστικής) δημοκρατίας και ότι είναι το πεδίο εκλογής της πραγματικής πνευματικής ελευθερίας; Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο απ’ το να προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε μ’ ένα ανεύρετο υπερπέραν.

Οι άνθρωποι πού ‘ναι σκλάβοι το πιο μεγάλο μέρος της ξυπνητής τους ζωής στη δουλειά τους και που κοιμούνται εξουθενωμένοι το βράδυ μπροστά σε μιαν αποβλακωτική και χειραγωγική τηλεόραση, δεν είναι, κι ούτε μπορούν νά ‘ναι ελεύθεροι. Η κατάργηση της ετερονομίας, είναι τόσο η κατάργηση της κυριαρχίας μερικών κοινωνικών ομάδων, όσο κι η μετατροπή της σχέσης της θεσμίζουσας κοινωνίας με της θέσμισή της, το σπάσιμο της υποταγής της κοινωνίας στην ίδια της τη θέσμιση. Οι δυο όψεις φανερώνονται με μιαν εκτυφλωτική καθαρότητα στην περίπτωση της παραγωγής και της εργασίας. Η κυριαρχία μιας μικρής κοινωνικής ομάδας (μερικής) πάνω στην κοινωνία δε θα μπορέσει να καταργηθεί, αν δεν καταργηθεί η κυριαρχία μερικών (ειδικών) ομάδων στη διαδικασία της παραγωγής και της εργασίας – δίχως την κατάργηση της γραφειοκρατικής ιεραρχίας μέσα στην επιχείρηση, όπως και αλλού. Μέχρι τότε, ο μόνος συλληπτός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας είναι η «συλλογική διαχείριση» της παραγωγής απ’ όλους τους εργαζόμενους, πράγμα που δεν έπαψα να τονίζω απ’ τα 1974[4]. Αυτό που αποκλήθηκε στη συνέχεια αυτοδιαχείριση – τις περισσότερες φορές για να το κάνουν μεταρρυθμιστικό κόσμημα της καταστημένης τάξης πραγμάτων ή πεδίο πειραματισμού και σιωπώντας εκκωφαντικά πάνω στις κολοσσιαίες συνέπειές της, σαν πηγή και σαν κατάληξη. Απ’ τις συνέπειές της, δε θ’ αναφέρω παρά μόνο δύο, εδώ, επεξηγημένες ήδη από τα 1955-57 («Το Περιεχόμενο του Σοσιαλισμού»). Μια πραγματική συλλογική διαχείριση, μια ενεργητική συμμετοχή όλων στις κοινές υποθέσεις είναι πρακτικά ανεφάρμοστη αν διατηρηθεί η διαφοροποίηση στις αμοιβές (διατήρηση που «απολύτως τίποτε», από καμιάν άποψη, δε μπορεί να δικαιολογήσει). Η αυτοδιαχείριση σημαίνει ισότητα όλων των μισθών, εισοδημάτων κτλ. Απ’ την άλλη μεριά, η αυτοδιαχείριση θ’ αυτοδιαλυθεί γρήγορα απ’ τα μέσα, αν συνίσταται μόνο στην «αυτοδιαχείριση» των υπαρχόντων περιττωμάτων. Η αυτοδιαχείριση δε θα μπορέσει να διατηρηθεί και ν’ αναπτυχθεί παρά μόνο αν επιφέρει άμεσα μια συνειδητή μετατροπή στην υπάρχουσα τεχνολογία – στη θεσμισμένη τεχνολογία – για να την υποτάξει στις ανάγκες, τους πόθους, και τις επιθυμίες των ανθρώπων, τόσο σαν παραγωγών, όσο και σαν καταναλωτών. Σ’ αυτήν τη μετατροπή δε βλέπουμε πώς θα μπορούσαμε να θέσουμε «από την αρχή» όρια· είναι προφανές ότι δε μπορεί νά ‘χει όρια. Μπορούμε, αν θέλουμε, να ονομάσουμε την αυτοδιαχείριση αυτοοργάνωση· αλλά αυτοοργάνωση «του τίνος»; Η αυτοοργάνωση είναι η αυτοοργάνωση των «συνθηκών» ( κοινωνικά και ιστορικά κληρονομημένων) μέσα στις οποίες εκτυλίσσεται. Και σ’ αυτές τις συνθήκες, συνθήκες θεσμισμένες, περιλαμβάνονται όλα: μηχανές, εργαλεία κι εξαρτήματα της εργασίας, αλλά και προϊόντα της· τα πλαίσιά της, αλλά κι οι δεσμοί ζωής, η γνώση του περιβάλλοντος, κι η σχέση των δύο και επίσης και προπαντώς, τα υπάρχοντα και τα μελλοντικά της υποκείμενα, τα ανθρώπινα όντα, ο κοινωνικός τους σχηματισμός, η εκπαίδευσή τους στην πιο βαθειά έννοια, - η «παιδεία» τους. Αυτοδιαχείριση και αυτοοργάνωση, ή είναι συνθήματα για να παραπλανηθεί ο κόσμος, ή σημαίνουν ακριβώς αυτά: την «ξεκάθαρη» ( την όσο γίνεται περισσότερο λεπτομερειακή) αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Είναι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε αν εξετάσουμε το θέμα απ’ την πιο συγκεκριμένη, την πιο καθημερινή του άποψη ( όπως το κάνω σε τούτα τα κείμενα) ή κι αν το εξετάσουμε απ’ την πιο αφηρημένη, την πιο φιλοσοφική άποψη ( όπως το ‘κανα στη «Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας»).

Η ελευθερία δεν έχει μόνο την «παθητική» ή «αρνητική» όψη, της προστασίας της σφαίρας ύπαρξης του ατόμου όπου θ’ αναγνωρίζεται και θα κατοχυρώνεται απ’ τον νόμο η εξουσία του αυτόνομου πράττειν. Πιο σημαντική ακόμη είναι η όψη της η «ενεργητική» ή «θετική», απ’ την οποία εξαρτάται, βραχύ- και μακροπρόθεσμα, η διατήρηση της πρώτης. Όλοι οι νόμοι είναι άχρηστα χαρτιά δίχως τη δράση των πολιτών· δικαστές και δικαστήρια δε μπορούν να μείνουν αδιάφθορα και αμερόληπτα, μέσα σε μια κοινωνία «εξατομικευμένων» προβάτων που αδιαφορούν γι’ αυτά που κάνει η εξουσία. Η ελευθερία, η αυτονομία, σημαίνει απαραίτητα την ενεργητική κι ίση συμμετοχή σε κάθε κοινωνική εξουσία που αποφασίζει για τις κοινές υποθέσεις. Ο φιλελεύθερο - «ιδιωτικός» διανοούμενος μπορεί, αν είναι αρκούντως ηλίθιος, να θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο, να χαίρεται τα όποια προνόμια του προσφέρει η θεσμισμένη κοινωνική τάξη, και να ξεχνά ότι δεν έχει ν’ αποφασίσει για τίποτα, ούτε καν για το τι θ’ αγοράσει, τι μόδα θα του επιβάλλουν, τι αέρα ποιοτικά θ’ ανασάνει· και μπορεί ν’ αρκεστεί σ’ αυτή του την ηλιθιότητα-ιδιωτικότητα μέχρι τη μέρα που θα τού ‘ρθει ελεύθερα στο κεφάλι μια βόμβα υδρογόνου, που η τροχιά της θα ‘χει αποφασιστεί ελεύθερα από άλλους. Αλλά εξουσία ν’ αποφασίζουμε δεν είναι μόνο το ν’ αποφασίζουμε για τα «τρέχοντα» θέματα, να συμμετέχουμε στη διαχείριση μιας τάξης πραγμάτων που θεωρούνται πως δεν αλλάζουν. Αυτόνομος σημαίνει αυτός που δίνει ο ίδιος στον εαυτό του τον νόμο του. Κι εδώ μιλούμε για κοινούς, «τυπικούς» κι «άτυπους» νόμους – δηλ. θεσμίσεις. Συμμετέχω στην εξουσία σημαίνει συμμετέχω στη «θεσμίζουσα εξουσία». Σημαίνει ανήκω, σε ισότητα με άλλους, σε μια συλλογικότητα που αυτοθεσμίζεται απεριόριστα.

Η ελευθερία μέσα σε μια αυτόνομη κοινωνία εκφράζεται απ’ αυτούς τους δυο βασικούς νόμους: όχι εκτέλεση χωρίς ίση συμμετοχή στο στη λήψη των αποφάσεων, - όχι νόμος δίχως ίση συμμετοχή στο σχηματισμό του νόμου. Μια αυτόνομη κοινότητα έχει ως έμβλημα κι αυτοκαθορισμό: «είμαστε αυτοί πού έχουμε για νόμο το να μας δίνουμε τους νόμους μας».

Αυτή η ενεργητική και θετική άποψη της ελευθερίας, της αυτονομίας της κοινωνίας, είναι αξεχώριστα δεμένη με το θέμα της ελευθερίας του ατόμου. Μια αυτόνομη κοινωνία σημαίνει αυτόνομα άτομα – και τέτοια άτομα δε μπορούν να υπάρξουν ολοκληρωμένα, παρά μέσα σε μιαν αυτόνομη κοινωνία. Αυτό που κάνει ο καθένας, τόσο από την άποψη της κοινότητας όσο κι από την άποψη τη δική του, εξαρτάται σ’ ένα αποφασιστικό βαθμό από την κοινωνική του κατασκευή σαν ατόμου. Η ίδια η «εσωτερική ελευθερία», όχι μόνο με την έννοια της «ενεργής ελευθερίας της σκέψης», αλλά ακόμη και με την έννοια της «ελευθερίας της βούλησης», εξαρτάται απ’ τη θέσμιση της κοινωνίας κι απ’ αυτό που αυτή παράγει σαν άτομο. Η «ελεύθερη βούληση» δε μπορεί ν’ ασκηθεί παρά μέσα σε πραγματικές συνθήκες που προσφέρονται στο άτομο και που του φαίνονται «δυνατές». Καμιά «ελεύθερη βούληση» δεν θα επέτρεπε ποτέ στον υπήκοο ενός ανατολικού δεσπότη να σκεφτεί ότι, ίσως, ο Βασιλιάς-Θεός είναι απλώς ηλίθιος ή διανοητικά καθυστερημένος. Κανένας Εβραίος της κλασσικής εποχής δεν ήταν «ελεύθερος» να σκεφτεί ότι πιθανόν όλα όσα συναντά στη «Γένεση» δεν ήταν παρά μύθοι. Πριν την Ελλάδα, κανένα μέλος καμιάς κοινωνίας, δεν μπόρεσε ποτέ να διανοηθεί ότι έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί: οι νόμοι μας είναι πιθανόν κακοί, οι θεοί μας είναι πιθανόν ψεύτικοι, η αντίληψή μας για τον κόσμο είναι πιθανόν καθαρά συμβατική. Ο Χέγκελ έκανε μεγάλο λάθος όταν έλεγε ότι ο ασιατικός κόσμος γνώριζε την ελευθερία ενός μόνο και ο ελληνορωμαϊκός την ελευθερία μερικών. Ο «ένας μόνο» ασιάτης, ο μονάρχης, δεν ήταν «ελεύθερος», δε μπορούσε να σκεφτεί παρά αυτό που του επέβαλε η θέσμιση της κοινωνίας. Και, αν η Ελλάδα εισήγαγε την ελευθερία, παρά τη δουλεία και την κατάσταση της γυναίκας, αυτή ήταν ότι όλοι «μπορούσαν» να σκεφτούν αλλιώς. Για να μπορέσει το άτομο να σκεφτεί «ελεύθερα», ακόμα και μέσα του, πρέπει η κοινωνία να το μεγαλώσει και να το πλάσει, να το μορφώσει, σαν «άτομο που μπορεί να σκεφτεί ελεύθερα», πράγμα που πολύ λίγες κοινωνίες έχουν κάνει μέσα στην ιστορία. Αυτό προϋποθέτει πρώτα, τη «δημιουργία», τη θέσμιση ενός «κοινωνικού χώρου» της σκέψης ανοιχτού σε ερωτήσεις· αυτό είναι που αποκλείει άμεσα, κατά τις ενδείξεις, το θέσιμο του νόμου – της θέσμισης – σαν αμετακίνητου, κι αυτό που αποκλείει ριζικά την ιδέα μιας υπερβατικής πηγής της θέσμισης, ενός νόμου δοσμένου απ’ το Θεό ή τους θεούς, απ’ τη φύση ή το Λόγο (αν μ’ αυτό εννοήσουμε ένα σύνολο εξαντλητικών κατηγορικών και α-χρονικών καθορισμών, αν εννοήσουμε άλλο πράγμα από την ίδια την κίνηση της ανθρώπινης σκέψης). Την ίδια στιγμή και παράλληλα, αυτό σημαίνει μιαν εκπαίδευση στην πιο βαθειά έννοια, μια «παιδεία», που πλάθει άτομα με αυτήν τη δυνατότητα (την ενεργή) να σκέφτονται από μόνα τους – πράμα που, το λέω ακόμα μια φορά, είναι «το τελευταίο πράγμα στον κόσμο» που το ανθρώπινο ον θα κατείχε από γεννησιμιού του ή από θείο δόσιμο. Ας προσθέσουμε ότι το να σκέφτεσαι από μόνος σου, είναι αδύνατο ψυχικά, όχι μόνο αν κάποιος άλλος εδώ ή στον ουρανό, τοποθετείται σαν πηγή της αλήθειας: αλλά ακόμη κι αν αυτό που κάποιος σκέφτεται, ενδιαφέρει λίγο και δε δημιουργεί διαφορά – να το πω αλλιώς, αν κάποιος δε θεωρείται υπεύθυνος (υπόλογος) όχι για τη φαντασία του, αλλά για τα λόγια και τα έργα του (που είναι το ίδιο πράγμα).

Η ριζική αμφισβήτηση του θεσμισμένου φαντασιακού και η δημοκρατική θέαση, που γεννήθηκαν στην – κι από – την αρχαία πόλη, ξαναπαίρνονται στη σύγχρονη εποχή απ’ το πνευματικό και πολιτικό κίνημα που γνώρισε μια πρώτη άνθιση με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού και τις επαναστάσεις, αμερικανική και γαλλική του 18ου αι. (που προκλήθηκαν μερικά από την αγγλική του 17ου αι). Από τις αρχές του 19ου αι. μισόν αιώνα πριν να μπορεί να γίνει λόγος για τον Μαρξ και τον μαρξισμό, το γεννώμενο εργατικό κίνημα τις πήρε με τη σειρά του και τις επεξέτεινε αποφασιστικά. Αυτή η επέκταση μεταφράστηκε στο ξεπέρασμα – όχι στο λησμόνημα- του στενά «πολιτικού» πεδίου. Το εργατικό κίνημα επεξέτεινε από την αρχή του τη σημασία και τη θέαση της δημοκρατίας, μέσα από την ιδέα της «κοινωνικής δημοκρατίας». Η κριτική της θεσμισμένης τάξης κι η δημοκρατική διεκδίκηση στρέφονταν ενάντια όχι μόνο στο «πολιτικό» καθεστώς με τη στενή έννοια, αλλά και στην οικονομική οργάνωση, την εκπαίδευση και την οικογένεια. Αυτό εκφράζεται πολύ καθαρά με την ώσμωση (σύνδεση δυο χώρων μέσω διαπερατού τοιχώματος, έννοια της φυσικής, χημείας, βιολογίας) που υπήρχε ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και τα διάφορα ρεύματα του ουτοπικού σοσιαλισμού στα πρώτα μισά του 19ου αι κι ακόμη κι έπειτα – για όσον καιρό τα μαρξιστικά δεσμά δεν είχαν περιορίσει κι ευνουχίσει την κοινωνική δημιουργικότητα του κινήματος. Στην αρχή, και μερικές φορές κι αργότερα, ο Μαρξ αφομοίωσε το καλύτερο απ’ αυτή την ιστορική δημιουργία. Αλλά επίσης απ’ την αρχή, άφησε να επικρατήσει σ’ αυτόν η ορθολογιστική, επιστημονική τάση που θα ‘παιρνε γοργά το πάνω χέρι και θα σύντριβε πρακτικά την άλλη (την επαναστατική). Τάση που τον έκανε να ψάχνει μιαν οικουμενική και τελειωμένη ερμηνεία της κοινωνίας και της ιστορίας, και να πιστέψει πως βρήκε τον «καθοριστικό» ρόλο στην παραγωγή και να υψώσει τελικά την «ανάπτυξή» της σε οικουμενικό κλειδί της κατανόησης της ιστορίας και σε αρχιμήδειο σημείο του μετασχηματισμού της κοινωνίας. Απ’ αυτό ο Μαρξ υποχρεώθηκε στην πράξη – και σ’ αυτό που κατά στιγμές έλεγε και έκανε – να μετατοπίσει κατά πολύ το πεδίο των απασχολήσεων και των θεάσεων του κινήματος, συγκεντρωμένος αποκλειστικά πάνω στα θέματα της παραγωγής, της οικονομίας, των «τάξεων» (που κι αυτές καθορίζονταν από την παραγωγή και την οικονομία) και, πολύ φυσικά, στο να αγνοήσει ή να ελαχιστοποιήσει όλα τα υπόλοιπα λέγοντας ή αφήνοντας να εννοηθεί πως η λύση των άλλων προβλημάτων θα ερχόταν σαν άμεση συνέπεια της απαλλοτρίωσης των καπιταλιστών. Το πολιτικό θέμα με την ευρεία έννοια – της οικουμενικής θέσμισης της κοινωνίας – καθώς και το πολιτικό θέμα με τη στενή έννοια – της εξουσίας, της φύσης και της οργάνωσής της, της δυνατότητας ν’ ασκηθεί ενεργά από την κοινότητα, και των προβλημάτων που θα ‘φερνε αυτή η εξάσκηση – αγνοήθηκαν ή, το περισσότερο, ειδώθηκαν σαν πορίσματα που θα αποδεικνυόντουσαν από τη στιγμή που το κύριο θεώρημα θ’ αποδεικνυόταν στην πρακτική της επανάστασης.

Το ότι ξεκινώντας από κει, ο Μαρξ κι ο μαρξισμός κατάφεραν ν’ ασκήσουν μια καθοριστική επίδραση (στην πραγματικότητα καταστροφική) πάνω στο εργατικό κίνημα πολλών χωρών, δεν είναι το απλό αποτέλεσμα της διανοητικότητας του Μαρξ – κι ακόμα λιγότερο της σατανικότητάς του. Ο κεντρικός και ηγεμονικός χαρακτήρας της οικονομίας (κι η συνακόλουθη «σμίκρυνση» όλης της υπόλοιπης κοινωνικής και πολιτικής προβληματικής) δεν είναι «τίποτε άλλο» παρά τα οργανωτικά θέματα του κυρίαρχου φαντασιακού της εποχής (και της δικής μας), του καπιταλιστικού φαντασιακού. Όπως προσπάθησα να δείξω από τα 1955 («Περιεχόμενο του σοσιαλισμού», «Επαναστατικό κίνημα στον σύγχρονο καπιταλισμό», «εισαγωγή» της «γραφειοκρατικής κοινωνίας», «Προλεταριάτο και οργάνωση», στο θέμα της «Ιστορίας του εργατικού κινήματος») η «είσοδος», το μπόλιασμα με τον μαρξισμό του εργατικού κινήματος, υπήρξε, στην πράξη, η επανεισαγωγή (ή η αναγέννηση) μέσα σ’ αυτό το κίνημα, των βασικών φαντασιακών σημάνσεων του καπιταλισμού, από τις οποίες είχε προσπαθήσει να ξεφύγει κατά την προηγούμενη εποχή.

Η σύγχυση και η αταξία που έτσι εισάχθηκαν απ’ τον Μαρξ και τον μαρξισμό, μέσα στις ιδέες, τις κατηγορίες της σκέψης και τους στόχους του σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος, υπήρξαν τεράστιες σ’ όλα τα πεδία (πληρώνουμε ακόμη τις συνέπειες – κάθε φορά που κάποιος μας λέει: «ναι, αλλά στη Ρωσία έχει σοσιαλισμό αφού δεν υπάρχουν πια καπιταλιστές»). Αλλά, πουθενά δεν υπήρξαν τόσο καταστροφικές απ’ ότι στο στενά εννοούμενο πολιτικό πεδίο. Θα δοκιμάσω να το δείξω εδώ σ’ ένα χώρο εξαιρετικά γόνιμο: στην έννοια της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Κόμπος μυστικισμών, σχεδόν αδύνατο να λυθεί, πού ‘γινε κακόγουστη και μακάβρια φάρσα απ’ τα 1917, και που έχω αλλού σχολιάσει ένα από τα τελευταία της επεισόδια την «εγκατάλειψη απ’ το ΚΚΓ της «δικτατορίας του προλεταριάτου»[5].

1 σχόλιο:

Τσαντίλας είπε...

πολύ ωραίο. μα πολύ ωραίο. μα πολύ ωραίο, μα πολύ ωραίο κείμενο.