ΙΙ
Ο Μαρξ θεωρούσε σαν μια απ’ τις πιο βασικές συνεισφορές του την ιδέα ότι, ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, παρεμβάλλεται μια ιστορική φάση που χαρακτηρίζεται από τη «δικτατορία του προλεταριάτου»[1]. Από πολύν καιρό, ο όρος σήμαινε γι’αυτόν τη δικτατορική χρησιμοποίηση της υπάρχουσας εξουσίας και του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού απ’ το «προλεταριάτο», με σκοπό τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Σ’ αυτό, ο Μαρξ έμεινε «πίσω» απ’ τα ιστορικά γεγονότα που συνέβαιναν μπρος στα μάτια του. Στάθηκε ανίκανος να βγάλει το συμπέρασμα από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση – που παρ’ όλα ταύτα ενσωμάτωσε αμέσως «στη θεωρία του της ιστορίας» - το να μάθει δηλαδή ότι η επανάσταση δεν είχε και δε θά ‘χε απλώς μπορέσει να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς της τον παλιό «κρατικό μηχανισμό», αλλά να τον μεταβάλει απ’ άκρου σ’ άκρο, κι ότι σημαδεύτηκε και σ’αυτό, όπως και στ’ άλλα πεδία, από μιαν εξωπραγματική και βαθειά νεωτεριστική θεσμίζουσα δραστηριότητα από τα 1789 μέχρι τον Θερμιδώρ τουλάχιστον. Τέτοια είναι η καρκινική πορεία ακόμα και των πιο εξαιρετικών στοχαστών.
Θά ‘πρεπε να περιμένει την Κομμούνα του 1871, τη δημιουργία απ’ τους εργάτες και τον λαό του Παρισιού μιας νέας μορφής θέσμισης, για να δει σ’ αυτήν ο Μαρξ «τη μορφή που επιτέλους βρέθηκε της δικτατορίας του προλεταριάτου», και να πάρει απ’ αυτήν το τελικά φανερό μάθημα: ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί απλά να χρησιμοποιήσει τον παλιό κρατικό μηχανισμό, ότι θα πρέπει να τον καταστρέψει και να δημιουργήσει στη θέση του μια «εξουσία που δεν είναι πια κράτος με την τρέχουσα έννοια του όρου», γιατί δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τον οργανωμένο λαό, που χαρακτηρίζεται απ’ την εκλογή και τη διαρκή ανακλησιμότητα των όσων ασκούν δημόσια «λειτουργήματα», απ’ την εξαφάνιση των προνομίων των λειτουργών, κτλ. Κι είναι αυτή η σύλληψη, ξέρουμε, που υποστήριζε ο Λένιν «πριν» τον Οκτώβρη στο «Κράτος κι Επανάσταση». Ούτε ο Μαρξ ούτε ο Έγκελς, ούτε ο Λένιν, δε μίλησαν έστω και για μια στιγμή για το «Κόμμα» σαν «όργανο» (ούτε περισσότερο σαν «διευθυντικό όργανο») της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Θα μπορούσαμε ακριβώς να τους μεμφθούμε ακριβώς για το ότι «αγνόησαν» το πρόβλημα του Κόμματος και των κομμάτων – ξέροντας πως οι πολιτικοί διαχωρισμοί είναι δυνατοί, κι ακόμα αναπόφευκτοι, «στο εσωτερικό του προλεταριάτου». Αλλά, δεν «ταύτισαν» στα «γραπτά» τους την εξουσία του προλεταριάτου με την εξουσία του Κόμματός «του».
Η αλλαγή είναι ριζική στον Λένιν – και τον Τρότσκι – μετά τον Οκτώβρη. Μέσα στο «Κράτος κι Επανάσταση», ο Λένιν εξήγησε ότι η εξουσία του προλεταριάτου δεν είναι άλλο από την εξουσία των οργανισμών των μαζών, ότι κάθε κρατικός μηχανισμός «διαχωρισμένος» απ’ τον πληθυσμό θά ‘πρεπε να εξαφανιστεί, κτλ. Ακόμη κι όρος «Κόμμα» δεν υπάρχει μέσα στο «Κράτος κι Επανάσταση» σαν πολιτική σύλληψη. Από τότε που «καταλήφθηκε η εξουσία», η πρακτική του Λένιν, του Τρότσκι, των μπολσεβίκων σαν κόμματος, δεν είχε τίποτε το κοινό μ’ αυτή τη σύλληψη: αυτό που εγκαθιδρύθηκε και γρήγορα ισχυροποιήθηκε ήταν η εξουσία του «μοναδικού κόμματος». Είναι ανώφελο να επιμείνουμε στα επιχειρήματα με τα οποία ο Λένιν, και περισσότερο ο Τρότσκι, προσπάθησαν αργότερα να δικαιολογήσουν αυτή την πρακτική. Το να λέμε ότι το μπολσεβίκικο κόμμα υποχρεώθηκε αμυνόμενο ν’ αναλάβει μόνο του την εξουσία γιατί όλα τα άλλα κόμματα πρόδιναν ή καταπολεμούσαν την επανάσταση είναι καθαρή διαστρέβλωση: ούτε οι αναρχικοί, ούτε το σύνολο των εστέρων (σοσιαλεπαναστατών), ούτε ακόμη κι οι μενσεβίκοι, δεν αντιτιθόταν στην επανάσταση, αλλά μόνο στην πολιτική των μπολσεβίκων. Στην πραγματικότητα, η «δικαιολόγηση» της εξουσίας του μοναδικού κόμματος, δόθηκε καθαρά απ’ τον Λένιν 2-3 χρόνια αργότερα, στην «Παιδική Ασθένεια...» με τον ίδιο τρόπο του «Υλισμός κι Εμπειριοκριτικισμός»: μέσα στην κοινωνία υπάρχουν τάξεις, οι τάξεις αντιπροσωπεύονται από τα κόμματα, τα κόμματα διευθύνονται από τους ηγέτες. Ένα σημείο είναι όλο. Σε κάθε τάξη αντιστοιχεί («πραγματικά») ένα και μόνον ένα κόμμα, σε κάθε κόμμα μία και μόνο μία πολιτική γραμμή – άρα επίσης, μία και μόνο μία ηγετική ομάδα που εκφράζει, υπερασπίζεται κι αντιπροσωπεύει αυτή τη γραμμή.
Πώς, λοιπόν, αυτή η θέση – που παρμένη από μόνη της δείχνει μια τέτοιαν άγνοια, μια τέτοιαν απέραντη ηλιθιότητα, που δεν θα μπορούσαν οπωσδήποτε ν’ αποδοθούν ούτε στον Λένιν, ούτε στον Τρότσκι – κατάφερε να γίνει αποδεκτή; Δεν υπάρχουν παρά δύο δυνατοί τρόποι γι’ αυτό: κι οι δυο είναι ριζωμένοι στο βαθύτερο εσωτερικό του μαρξισμού σαν «συστήματος» και δείχνουν για άλλη μια φορά την αντινομία που αντιπαραθέτει αυτό το σύστημα στα επαναστατικά σπέρματα της σκέψης του Μαρξ, που εκφράστηκαν απ’ αυτόν ακόμη και στην αναγνώριση του (νεωτεριστικού) χαρακτήρα της Παρισινής Κομμούνας.
«Είτε» το προλεταριάτο φτάνει στην επανάσταση απόλυτα «ομογενοποιημένο», κι αυτό όχι μόνο απ’ την άποψη της «θέσης» του μέσα στην παραγωγή και των «ενδιαφερόντων» του, αλλά ακόμη και πάνω απ’ όλα αναφορικά με την «εκπροσώπηση» που κάνει λόγω αυτής της θέσης, μ’ αυτή την ομογενοποίηση να περιλαβαίνει επίσης κι αναγκαστικά την αυτοματική (ή περίπου) συμφωνία και ως προς τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να εγκαθιδρύσει τη νέα κοινωνία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει (α) ότι η εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας και οικονομίας πραγματώνει «αποτελεσματικά» αυτή την ομογενοποίηση, τουλάχιστον κατά το απαραίτητο (κι αυτό σε κάθε περίπτωση «οικουμενικά»). Σ’αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε το καθαρό χάσμα της σκέψης, όχι μόνο των μαρξιστών, αλλά και των ίδιων των Μαρξ και Λένιν: απ’ τη μια μεριά, θά ‘πρεπε να επιμείνουν σε μια θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας που θα κατοχύρωνε αυτή την ομογενοποίηση (χοντρικά στην κοινωνική χημεία του τόμου Ι του «Κεφαλαίου» που αποθέτει διαρκώς το κεφάλαιο στην άνοδο και το προλεταριάτο στην κάθοδο). Απ’ την άλλη μεριά, ήξεραν καλά πως αυτή η εικόνα είναι ψεύτικη (βλ. τα «λεγόμενα» του ώριμου Μαρξ και του Έγκελς πάνω στην αγγλική εργατική τάξη, ή του Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό» για την «εργατική αριστοκρατία»). Ξέρουμε καλά πια, ότι μια τέτοια ομογενοποίηση δεν υπάρχει, κι ούτε θα μπορούσε να υπάρξει. «Αλλά επίσης» ενώ η προηγούμενη κατάσταση δεν ήταν ικανοποιητική, (β) ότι σ’ αυτή την ομογενοποίηση της «πραγματικής ύπαρξης» αντιστοιχούσε αυτόματα μια συνείδηση ενοποιημένη και συνολική. Η «πραγματική» ομογενοποίηση δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε αν στην πράξη επικρατούσαν οι «αυταπάτες» κι οι «λαθεμένες αντιλήψεις». Αλλιώς θά ‘πρεπε να ξαναγυρίσουμε στην πιο χονδροειδή, στην πιο μηχανιστική εκδοχή της «θεωρίας της αντανάκλασης» (τέτοια, πχ που χρησιμοποίησε ο κ. Γκαροντί πριν ανακαλύψει το φως του Χριστού).
«Είτε», αναγνωρίζοντας τον εκθαμβωτικό παραλογισμό και την πρακτική ανουσιότητα αυτών των μύθων, μπροστά σ’ένα όχι ομογενοποιημένο, με «αυταπάτες» και «λαθεμένες αντιλήψεις» προλεταριάτο, αυτή η εκπληκτική κι ανυπόφορη ιδιότητα της διαφοράς απόψεων, θά ‘πρεπε να υποταχθεί σε μια ομάδα, σ’ένα Κόμμα, που δεν έχει αυταπάτες ούτε λαθεμένες αντιλήψεις κι απόψεις, γιατί κατέχει την αλήθεια, την αληθινή θεωρία. Πρέπει, λοιπόν, να ξεχωρίσουμε τους εργάτες σε αυτούς που σκέφτονται και δρουν σε συμφωνία με την «ουσία της ύπαρξής τους», και στους άλλους, που δεν είναι εργάτες παρά επιφανειακά και φαινομενικά, και σαν τέτοιους πρέπει να τους επιβληθεί σιωπή (στην καλύτερη περίπτωση να «διαπαιδαγωγηθούν πατρικά», στην χειρότερη, χαρακτηριζόμενοι κακοί εργάτες ή πράκτορες, να κλειστούν σε στρατόπεδα «συγκέντρωσης – αναμόρφωσης» ή να εκτελεστούν). Όντας αληθινή – δηλ. κατά την μαρξιστική άποψη, αντιστοιχώντας στα ενδιαφέροντα, τα συμφέροντα και τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης – η θεωρία (και το Κόμμα που την φέρει) μπορεί να περάσει πάνω από τα κεφάλια και τα πτώματα των εμπειρικών εργατών για να συναντήσει την ουσία ενός μεταφυσικού προλεταριάτου.
Οι διαφορετικές «θέσεις» των σύγχρονων μαρξιστών πάνω σ’αυτό το θέμα, προήλθαν από μια «διαλεκτική» σαλάτα αυτών των 2 ριζικά διαφορετικών συλλήψεων (και μεταξύ τους ασυμβίβαστων), σαλάτα της οποίας ο συνδετικός ζωμός είναι η διπροσωπία και η κακή πίστη.
Αλλά ας θεωρήσουμε το ίδιο το θέμα (καθ’ εαυτό). Ας υποθέσουμε (καθαρή υπόθεση) την ύπαρξη ενός μαρξιστή που αναγνωρίζει την πραγματικότητα, που παραδέχεται λοιπόν πως το «προλεταριάτο» δεν είναι αποτελεσματικά ομογενοποιημένο, και πως, ομογενοποιημένο ή όχι, μπορεί να περιέχει, και περιέχει στην πραγματικότητα, διαφορετικά ρεύματα σκέψης, και πως η κατοχή καμιάς θεωρίας δεν επιτρέπει (ούτε «δίνει δικαίωμα») να υπερπηδήσουμε αυτές τις απόψεις και ν’ αποφασίσουμε υποκαθιστώντας το προλεταριάτο και προς το συμφέρον του, το τι πρέπει να κάνει και το τι όχι (τέτοιος θά ‘ταν, πχ. ένας «συμβουλιακός» ή λουξεμπουργκιστής «τα σφάλματα του αυθόρμητου μαζικού κινήματος είναι ιστορικά απείρως γονιμότερα απ’ το αλάθητο της καλύτερης Κεντρικής Επιτροπής», που θά ‘χε ξεπεράσει τον οικονομικό μυστικισμό και μηχανικισμό, πχ. «Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου» - και θά ‘χε τα μάτια του ανοιχτά μπρος στην πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου). Μήπως ένας τέτοιος μαρξιστής θα μπορούσε ακόμη να μιλά, μένοντας συνεπής και τίμιος για τη «δικτατορία του προλεταριάτου», και να εννοεί με αυτό πραγματικά τη «δικτατορία» των αυτόνομων συλλογικών οργάνων του «προλεταριάτου»;
Ασφαλώς όχι. Κι αυτό για πολλούς λόγους.
Αρχικά, γιατί και μόνη η σύλληψη του «προλεταριάτου» έχει γίνει ολοκληρωτικά ανεπαρκής. Θα μπορούσαμε να μιλούμε για το «προλεταριάτο» σαν «υποκείμενο» της σοσιαλιστικής επανάστασης εφόσον πιστεύουμε πως μπορούμε να το κάνουμε να αντιστοιχίσει σε μια μαζική και καθαρή ιστορική πραγματικότητα, μια συμπαγή σύλληψη: στους χειρώνακτες εργάτες (ή όπως τό ‘χα κάνει σ’ όλη την πρώτη περίοδο του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» στους μισθωτούς εργαζόμενους, χειρώνακτες ή όχι, πού ‘ναι υποβιβασμένοι σε ρόλους καθαρής «εκτέλεσης»). Αλλά σήμερα, στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, σχεδόν όλοι είναι μισθωτοί. Οι χειρώνακτες εργάτες κι οι «καθαροί εκτελεστές» έχουν γίνει μειοψηφία μέσα στον πληθυσμό. Αν σκεφτόμαστε αυτούς τους τελευταίους, είναι αδύνατο να μιλούμε για «δικτατορία της συντριπτικής πλειοψηφίας πάνω σε μιαν ελάχιστη μειοψηφία» (Λένιν). Αν μιλήσουμε για «μισθωτούς» γενικά, φτάνουμε σε ανοησίες: μεγάλοι μηχανικοί, γραφειοκράτες, κτλ, περιλαμβάνονται στο «προλεταριάτο», φτωχοί αγρότες και τεχνίτες, όχι. Δεν πρόκειται για κοινωνιολογική, αλλά για πολιτική συζήτηση. Ή η «δικτατορία του προλεταριάτου» δε σημαίνει τίποτε, ή σημαίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι τα στρώματα που δεν ανήκουν στο προλεταριάτο δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, ή δεν έχουν παρά τα όσα περιορισμένα δικαιώματα τους παραχωρήσει καλόβολα το «προλεταριάτο». Οι πραγματικοί υποστηρικτές της «δικτατορίας του προλεταριάτου» θά ‘πρεπε να έχουν το θάρρος να εξηγήσουν ότι, είναι, για λόγους αρχής, υπέρ του περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων των αγροτών, τεχνικών, μασέρ-φυσιοθεραπευτών, κ.α.· επίσης, ότι η παρουσίαση ενός ιατρικού, λογοτεχνικού, φιλοσοφικού, κτλ, περιοδικού, θα εξαρτάται από διατάξεις που έθεσαν «από τα πριν» οι «προλετάριοι».
Και ποιος λοιπόν είναι «προλετάριος»; Και ποιος «καθορίζει» το ποιος είναι «προλετάριος» και ποιος όχι; Οι συγγραφείς κειμένων πάνω στην παραγωγική και όχι παραγωγική εργασία όπως καθορίζεται στο «Κεφάλαιο»; Οι πόρνες οι σπιτωμένες από έναν προστάτη ανήκουν στο προλεταριάτο (σύμφωνα με το κριτήριο του Μαρξ στα Grundrisse: παράγουν υπεραξία), αυτές που δουλεύουν για λογαριασμό τους όχι; Άρα οι πρώτες θά ‘χουν πολιτικά δικαιώματα κι οι δεύτερες όχι; Αλλά, αλίμονο ακριβώς πάνω στο θέμα της παραγωγικής κι όχι παραγωγικής εργασίας, ο Μαρξ αντιφάσκει κι οι ερμηνευτές του δε μπορούν νά ‘ρθουν σε συμφωνία. Θα πρέπει να περιμένουμε απ’ την Κεντρική Επιτροπή να ξεπεράσει αυτή την αντίφαση και μερικές άλλες;
Στην πραγματικότητα, αυτό που συζητείται εδώ, είναι πολύ βαθύτερο από τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» ή ακόμη κι απτό «προλεταριάτο». Είναι όλη η θεωρία των «τάξεων» κι η κυριαρχία που δόθηκε στην οικονομία απ’ το καπιταλιστικό φαντασιακό που κληρονομήθηκε (κι υιοθετήθηκε) ολοκληρωτικά από τον Μαρξ, τελικά όλη η σύλληψη του μετασχηματισμού της κοινωνίας (βρίσκουμε σήμερα τέτοιες φαιδρές εκδοχές στις ψαλμωδίες της CERES, κ.α., πάνω στο «ταξικό μέτωπο»· ποιό «μέτωπο»; Ποιά «τάξη»;). Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, η εγκαθίδρυση της αυτόνομης κοινωνίας, αφορά σήμερα – τό ‘χω εξηγήσει από καιρό[2] - σαν πράξη και σαν δικαίωμα, το σύνολο του πληθυσμού (έξω από ένα, περίπου, 5-10%). Είναι υπόθεσή του – και δε θα μπορούσε νά ‘ναι, παρά μόνο αν ο πληθυσμός, σ’ αυτή την αναλογία, την έκανε υπόθεσή του. Ο Μάης του ‘68, τό ‘δειξε εκθαμβωτικά, τόσο θετικά, όσο και αρνητικά (και, πού ήταν το «ταξικό μέτωπο» το Μάη του ‘68;). Αυτό δεν είναι θέμα μόνο αριθμητικό, ούτε σχετίζεται με τη συμπτωματική στάση αυτού ή εκείνου του κοινωνικού στρώματος. Η ιστορική προετοιμασία, η διαχείριση του πολιτισμού κι η ανθρωπολογική επιχείρηση του κοινωνικού μετασχηματισμού, δε μπορεί, ούτε θα μπορούσε νά ‘ναι έργο ενός «προλεταριάτου», ούτε αποκλειστικά, ούτε καθοδηγητικά. Δεν είναι θέμα απόδοσης σε μιαν ειδική κοινωνική κατηγορία, όποια κι αν είναι αυτή, μιας θέσης κυρίαρχης ή «ηγεμονικής». Ακόμη περισσότερο, δε μπορούμε να ιεραρχήσουμε τη συμβολή των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων σ’αυτό τον μετασχηματισμό και να υποτάξουμε τα υπόλοιπα σε κάποιο απ’ αυτά. Οι βαθιές αλλαγές που έχουν εισαχθεί στη σύγχρονη κοινωνία και ζωή από κινήματα που δεν έχουν (κι ούτε μπορούν να έχουν) ούτε προσδιορισμό, ούτε περιεχόμενο «τάξης» - κίνημα γυναικών, νέων – είναι τόσο πολύ σημαντικές και γόνιμες για την ανακατασκευή της κοινωνίας, όσο κι αυτές που εισήγαγε το εργατικό κίνημα. Πάνω ακριβώς σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτό που έγινε ο βαθειά «αντιδραστικός» χαρακτήρας της μαρξιστικής σύλληψης. Αν οι μαρξιστές όλων των αποχρώσεων (σταλινικοί, τροτσκιστές, μαοϊκοί, σοσιαλιστές, κ.α.) άρχισαν με το να αγνοούν, συνέχισαν με το να καταπολεμούν και τέλος [με το να] προσπαθούν να υποτάξουν, στερώντας τα από κάθε περιεχόμενο, αυτά τα κινήματα (γυναικών, νέων, αυτό δεν είναι ούτε από μυωπία, ούτε από ηλιθιότητα. Εδώ για μια φορά, φάνηκαν συνεπείς στο βαθύ πνεύμα της σύλληψης που επικαλούνται – όχι βέβαια από βαθειά και παράφορη αγάπη για τη συνέπεια, που ποτέ δεν τους διάκρινε, αλλά γιατί η πολιτικό-ιδεολογική τους ύπαρξη εξαρτάται απ’ αυτό: υπάρχουν σα «διευθύνοντες» ή σαν «εκπρόσωποι» του «προλεταριάτου». Ένας μαρξιστής είναι «υποχρεωμένος» να παραδεχτεί ότι αυτά τα κινήματα είναι ελάσσονα και δευτερεύοντα – ή πρέπει να πάψει να είναι μαρξιστής. Γιατί η θεωρία του βεβαιώνει πως όλα είναι υποταγμένα στις «παραγωγικές σχέσεις» και τις κοινωνικές τάξεις που καθορίζονται απ’ αυτές· πώς οτιδήποτε σημαντικό θα μπορέσει να προέλθει από άλλη πηγή; Στην πράξη, αυτά που τέθηκαν από το κίνημα των γυναικών ή των νέων, με την τεράστια ανθρωπολογική αναστάτωση που προκάλεσαν (που συνεχίζεται, και της οποίας είναι αδύνατο να πρωτοειπούμε την πορεία και τις συνέπειες) είναι κοινωνιολογικά τόσο σημαντικά, όσο κι αυτά που τέθηκαν από το εργατικό κίνημα· και, με μιαν έννοια, κι ακόμη περισσότερο, γιατί οι κοινωνικές δομές ενάντια στις οποίες στρέφονται – η κυριαρχία των αρσενικών πάνω στα θηλυκά, η υποταγή των νέων στις παλιότερες γενιές – προηγήθηκαν ιστορικά, απ’ όσα ξέρουμε, απ’ το χωρισμό της κοινωνίας σε «τάξεις», κι είναι πιθανότατα ριζωμένες σε ανθρωπολογικά στρώματα βαθύτερα από την κυριαρχία των μεν πάνω στην εργασία των δε.
Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας, η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας, σημαίνει μια διαδικασία ανθρωπολογικής αναστάτωσης που καθ’ όλες τις ενδείξεις, δε μπορεί να συντελεστεί ούτε αποκλειστικά, ούτε κεντρικά στο επίπεδο του συνόλου της παραγωγής. «Είτε» η ιδέα ενός μετασχηματισμού της κοινωνίας είναι φαντασίωση χωρίς ενδιαφέρον. «Είτε» η καταγγελία της κατεστημένης τάξης, ο αγώνας για την αυτονομία, η δημιουργία νέων τρόπων ατομικής και συλλογικής ζωής αναστατώνουν και θ’ αναστατώσουν (με συγκρούσεις κι αντιφάσεις) όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Κι ανάμεσα σ’ αυτές τις σφαίρες, δεν υπάρχει καμιά που παίζει «καθοριστικό» ρόλο, ούτε «σε τελευταία ανάλυση». Και η ιδέα ακόμη ενός τέτοιου «καθορισμού» είναι καθαρή ανοησία.
Τελικά και πάνω απ’ όλα, αν ο όρος κι η ιδέα «προλεταριάτο» έχουν γίνει ασαφείς, ο όρος κι η ιδέα της «δικτατορίας» δεν έγιναν, κι ούτε ήταν ποτέ. Αυτό που ξεχωρίζει σαφώς τον Λένιν ή τον Τρότσκι απ’ τους αλτουσέρ, μπαλιμπάρ, και ελενστάινς, είναι το ότι δεν χαραμίζανε λόγια. Υπάρχει μια πολιτική διάσταση στον άνθρωπο που ασκεί πραγματικά την κρατική εξουσία – ακόμη κι ολοκληρωτικά – που είναι αδύνατο ν’ αντιπαρατεθεί στην πολιτική ανυπαρξία των παραγωγών των ιδεολογικών καταναλωτικών αγαθών. Είναι της ίδιας τάξης με τη διαφορά ανάμεσα στην Άβα Γκάρντνερ και στην άχαρη γεροντοκόρη που ονειρεύεται ότι είναι η Άβα Γκάρντνερ. Ο Λένιν το ήξερε το τι ήταν και το τι θά ‘ναι πάντα η δικτατορία και το είχε θαυμάσια εκφράσει: «Σαν ένα μικρό χαμένο σκυλί που χώνει τη μύτη του εδώ κι εκεί, ο Κάουτσκι, χωρίς να το καταλαβαίνει, έπεσε και πάνω σε μια σωστή ιδέα, στο ότι δηλ. η δικτατορία είναι μια εξουσία που δεν περιορίζεται από κανέναν νόμο»[3]. Αυτή είναι, κι ήταν από πάντα η έννοια του όρου δικτατορία. Δεν περιορίζει κανείς την εξουσία αυτού που την ασκεί «δικτατορικά». Κι όχι μόνο δεν περιορίζεται από «ηθικούς νόμους», «λειτουργικούς νόμους», ή «Συντάγματα», «γενικές αρχές» (όπως, πχ, την μη παραβίαση των νόμων – κάτι που μια δικτατορία αγνοεί πάντα). Αλλά, από τίποτε απολύτως: «ούτε καν απ’ όσα έκανε την προηγούμενη ο δικτάτορας». Δικτατορία σημαίνει ότι μπορεί να τουφεκίσει ανθρώπους σήμερα, «επειδή» υποτάχτηκαν σε νόμους που αυτή η ίδια έθεσε χθες. Το να λέμε ότι αυτό είναι κακός σύμβουλος για την ίδια τη δικτατορία, απ’ την ίδια της την άποψη, δε βοηθά σε τίποτα. Ο Στάλιν πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του κάνοντας ακριβώς αυτό. Δεν ενδιαφέρει το αν ο ατομικός ή συλλογικός δικτάτορας θα μπορούσε να σκεφτεί κατά τα συμφέροντά του, αν θά ‘θελε να εξαλείψει την αυθαιρεσία. Πρόκειται για το να καταλάβουμε πως δικτατορία σημαίνει εξαφάνιση κάθε φραγμού από την αυθαιρεσία της εξουσίας.
Η ιδέα «μιας» εξουσίας – του Στάλιν, του Μάο, του «προλεταριάτου» ή του Θεού Πατρός – που δε θα μπορούσε να περιοριστεί από κανένα νόμο, δεν οδηγεί παρά στην ολοκληρωτική τυραννία (κάθε άλλη άποψη πάνω σ’ αυτό, είναι ανοησία). Η «δικτατορία του προλεταριάτου» σημαίνει πως τα «όργανα του προλεταριάτου» μπορούν να αλλάξουν σα λειτουργία και σα μερική άποψη, τόσο τον προσδιορισμό εγκλημάτων και ποινών, όσο και τους κανόνες της δίκης και του τρόπου εκλογής των δικαστών. Ακόμη κι αν ασκούνταν από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, θα πολεμήσουμε μέχρι θανάτου ενάντια σ’ έναν τέτοιο τύπο εξουσίας.
Αυτά δεν είναι σοφίσματα και υποσημειώσεις. Έχουμε την απόδειξη για το αντίθετο στην ανθρώπινη εξέλιξη, τόσο για το καλύτερο, όσο και για το χειρότερο. Η ιδέα μιας εξουσίας που δεν περιορίζεται από κανένα νόμο – «γραπτό» νόμο, «θετικό» - υποστηρίχτηκε, καθώς ξέρουμε, απ’ τον Πλάτωνα, με μια προβληματική καθόλου ελλειπή. Ο Πλάτωνας λέει στην «Πολιτεία», ότι στον νόμο, που είναι «σαν ένας άκαμπτος κι αδιόρθωτος άνθρωπος» και δεν μπορεί να περιλάβει ούτε αλλαγές περιστάσεων, ούτε μερικές περιπτώσεις, πρέπει ν’ αντιπαρατεθεί ιδεατά ο «βασιλικός άνθρωπος», που ξέρει την κάθε φορά να διατάζει και να ξεχωρίζει το σωστό απ’ το μη σωστό, να αποφασίζει πάνω στη μερική περίπτωση, δίχως να την υποτάσσει στον αφηρημένο οικουμενικό κανόνα. Μ’ αυτή την έννοια και μιλώντας αυστηρά, ο νόμος δεν είναι για τον Πλάτωνα, παρά ένα υποχρεωτικό εμπόδιο επιβεβλημένο από τις ελλείψεις της ανθρώπινης φύσης, και ειδικότερα από το ότι δεν υπάρχει ο «βασιλικός άνθρωπος» (ή ο «βασιλιάς-φιλόσοφος», όπως τον λέει αλλιώς). Αλλά, συγχρόνως, είναι αρκετά ρεαλιστής, ώστε να γράψει, δυο φορές, τους νόμους της πόλης, που κατά τη γνώμη του, θά ‘ταν ορθοί).
Ότι η συζήτηση που γίνεται για τον νόμο μέσα στην «Πολιτεία» δεν πρέπει να υποτιμηθεί, ούτε ως προς το βάθος, ούτε ως προς την επικαιρότητά της, μπορούμε εύκολα να το δείξουμε. Αρχικά, αυτή η συζήτηση είναι που ανοίγει το θέμα της «ισότητας», «συνάμα δικαιοσύνη και υψηλότερη απ’ τη δικαιοσύνη» όπως σοφά την θέτει ο Αριστοτέλης· ισότητα που δε θα μπορέσει «ποτέ» εξ ορισμού, να κατοχυρωθεί απ’ τον νόμο[4]. Το θέμα της ισότητας είναι το θέμα της «ενεργής» κοινωνικής ισότητας – ακόμη και σ’ ένα «στατικό» κοινωνικό πλαίσιο – ανάμεσα σε άτομα πάντοτε «άνισα» κι ανολοκλήρωτα. Στη συνέχεια και κύρια: για τους ίδιους λόγους που αναφέρει ο Πλάτωνας, «ποτέ, απολύτως ποτέ», το θέμα της δικαιοσύνης δε θα μπορέσει να ρυθμιστεί «μόνο» μ’ έναν νόμο, κι ακόμη λιγότερο μ’ ένα νόμο δοσμένο μια για πάντα. Το θέμα που τέθηκε από τον Πλάτωνα – έξω από τις «επιφανειακές» λύσεις που θα μπορούσαμε να φανταστούμε για να το αντιμετωπίσουμε – κάνει φανερό το βάθος του «ουσιαστικού» πολιτικού προβλήματος. Απ’ τη μια μεριά, δε μπορεί να υπάρξει κοινωνία δίχως νόμο. Απ’ την άλλη, ο νόμος, κανένας νόμος, δεν απάντησε κι ούτε θα απαντήσει ποτέ στο θέμα της «δικαιοσύνης». Επιπλέον, θα λέγαμε ότι ο νόμος – το δίκαιο – είναι η «άρνηση» (το «αντίθετο») της δικαιοσύνης. Από τότε που η κοινωνία θα βγει από τη θρησκευτική, παραδοσιακή ή όποιαν άλλη ετερονομία, δε θα μπορεί πια να ζει, σαν αυτόνομη κοινωνία, παρά μόνο μέσα και μέσω αυτού του ανυπέρβλητου «διαχωρισμού» που οδηγεί στο βασικό θέμα, στο θέμα της δικαιοσύνης. «Μια κοινωνία δίκαιη, δεν είναι μια κοινωνία που καθιέρωσε, μια για πάντα, δίκαιους νόμους. Είναι μια κοινωνία όπου το θέμα της δικαιοσύνης μένει πάντα ανοιχτό» - αλλιώς, όπου υπάρχει πάντα αποτελεσματική κοινωνική δυνατότητα για προβληματισμό πάνω στο νόμο και τη λειτουργία του. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για πούμε ότι κινείται σταθερά προς την κατεύθυνση της αυτοθέσμισής της.
Κι εδώ ακόμη, ο Μαρξ μένει πολύ πλατωνικώτερος απ’ ότι φαντάζεται, τόσο γιατί προβάλλει τη «δικτατορία του προλεταριάτου», όσο και γιατί αφήνει να περιμένουμε ότι κατά την διάρκεια της «ανώτερης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας» το δίκαιο («φύσει άνισο» όπως το λέει) θα εξαφανιστεί, γιατί θα έλθει «η γενική και ολόπλευρη άνθιση των ατόμων»: ο «ολοκληρωμένος άνθρωπος» πήρε απλά τη θέση του «βασιλικού» ανθρώπου».
Ο Πλάτωνας, όπως κι ο Μαρξ, θεωρεί σχετικό τον θεσμισμένο νόμο – κι έχει δίκιο. Θεωρεί ακόμη σχετικό τον νόμο σαν τέτοιο – κι εδώ είναι που φανερώνεται το σχίσμα. Από την ξεκάθαρη και δικαιολογημένη καταγγελία ότι όλοι οι νόμοι είναι πάντα λειψοί και ατελείς, κι από την αφηρημένη του οικουμενικότητα, ο Πλάτωνας βγάζει το «ιδεατό» συμπέρασμα ότι η μόνη δίκαιη εξουσία θά ‘ναι αυτή του «βασιλικού ανθρώπου ή του βασιλιά φιλοσόφου» και το «πραγματικό» συμπέρασμα, ότι πρέπει να σταματήσει η κίνηση, να περιοριστεί μια για πάντα η κοινότητα μέσα σ’ ένα καλούπι καμωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε ο εξ ορισμού αναπόφευκτος διαχωρισμός ανάμεσα στον «ενεργό τρόπο ύπαρξης» της πόλης και στον νόμο να περιοριστεί όσο είναι εφικτό. Ο Μαρξ, βγάζει το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να τελειώνουμε με το δίκαιο και τον νόμο και να φτάσουμε σε μια κοινωνία καθορισμένων τυχαίων, όπου αφού η άρση της αλλοτρίωσης θα φανερώσει την αρχική καλή φύση του ανθρώπου (που αποκρύβουν τόσο οι «αντικειμενικές» συνθήκες, όσο και τα φορτία των υποκειμένων), θα επιτρέψει την ολοκληρωτική απορρόφηση της θέσμισης, των κανόνων, από την ψυχοκοινωνική οργάνωση των ατόμων (δηλ. εσωτερίκευσή τους). Στις δυο περιπτώσεις – όπως και στην υπόλοιπη πολιτική φιλοσοφία ως τις μέρες μας – είναι παρεξηγημένα: η ουσία του κοινωνικο-ιστορικού, της θέσμισης, η σχέση ανάμεσα σε θεσμίζουσα και θεσμισμένη κοινωνία, και η σχέση ανάμεσα στην κοινότητα, τον νόμο και το περιεχόμενο του νόμου. Ο Πλάτωνας υποτίμησε την ικανότητα της κοινότητας να ρυθμίζει τα θέματά της. Ο Μαρξ ονειρεύτηκε μια κατάσταση όπου αυτή η ρύθμιση θα γινόταν απόλυτα τυχαία· αλλά η ιδέα μιας κοινωνίας που λειτουργεί με κανόνα τις συμπτώσεις, είναι όχι συμπαγής, όχι συνεκτική. Ο Αριστοτέλης δίκαια θα τους παρατηρούσε, ότι δε θα ήταν παρά για άγρια θηρία ή για θεούς. Κι αν τού ‘λεγαν ότι στην «ανώτερη φάση του κομμουνισμού», τέτοιαν που την ονειρεύτηκε ο Μαρξ, το δίκαιο και ο νόμος θά ‘ταν περιττά γιατί οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς και συνύπαρξης θά ΄χαν εσωτερικευθεί ολοκληρωτικά από τα άτομα (θά ‘χαν ενσωματωθεί στη δομή τους) θα πολεμούσε μέχρι θανάτου μια τέτοιαν άποψη. Η θέσμιση «ολοκληρωτικά» εσωτερικευμένη, θα ισοδυναμούσε με την πιο απόλυτη τυραννία και συνάμα, με το σταμάτημα της ιστορίας. Καμιά αποστασιοποίηση από τη θέσμιση δε θά ‘ναι πια πιθανή, καμιά αλλαγή στη θέσμιση δε θά ‘ναι πια δυνατή. Δεν μπορούμε να κρίνουμε και ν’αλλάζουμε τον κανόνα αν «είμαστε» (το μέσα μας) ο κανόνας, αν δεν υφίσταται ο διαχωρισμός, αν δεν διατηρείται μια κάποια εξωτερικότητα, αν ο νόμος δεν μπορεί να τεθεί «απέναντί» μας. Αυτή είναι η ίδια η συνθήκη, αυτό που μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε, να σκεφτούμε πως θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά.
Κατάργηση της ετερονομίας δε σημαίνει κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα σε θεσμίζουσα και θεσμισμένη κοινωνία – πράγμα από κάθε άποψη αδύνατο – αλλά, κατάργηση της «υποταγής» της πρώτης στη δεύτερη. Η κοινότητα θα δίνει στον εαυτό της, η ίδια τους κανόνες της, προσέχοντας νά ‘ναι «αυτή η ίδια» που «της» τους δίνει, ότι οι κανόνες θά ‘ναι (ή θα γίνονται καθημερινά) κατά κάποιον τρόπο ατελείς και ότι θα μπορεί η ίδια να τους αλλάζει όταν γίνονται ατελείς – και ότι αυτοί θα την δεσμεύουν για όσον καιρό δεν τους έχει «κανονικά» αλλάξει.
Απρίλης-Μάης 1979
Ο Μαρξ θεωρούσε σαν μια απ’ τις πιο βασικές συνεισφορές του την ιδέα ότι, ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό, παρεμβάλλεται μια ιστορική φάση που χαρακτηρίζεται από τη «δικτατορία του προλεταριάτου»[1]. Από πολύν καιρό, ο όρος σήμαινε γι’αυτόν τη δικτατορική χρησιμοποίηση της υπάρχουσας εξουσίας και του υπάρχοντος κρατικού μηχανισμού απ’ το «προλεταριάτο», με σκοπό τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Σ’ αυτό, ο Μαρξ έμεινε «πίσω» απ’ τα ιστορικά γεγονότα που συνέβαιναν μπρος στα μάτια του. Στάθηκε ανίκανος να βγάλει το συμπέρασμα από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση – που παρ’ όλα ταύτα ενσωμάτωσε αμέσως «στη θεωρία του της ιστορίας» - το να μάθει δηλαδή ότι η επανάσταση δεν είχε και δε θά ‘χε απλώς μπορέσει να χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς της τον παλιό «κρατικό μηχανισμό», αλλά να τον μεταβάλει απ’ άκρου σ’ άκρο, κι ότι σημαδεύτηκε και σ’αυτό, όπως και στ’ άλλα πεδία, από μιαν εξωπραγματική και βαθειά νεωτεριστική θεσμίζουσα δραστηριότητα από τα 1789 μέχρι τον Θερμιδώρ τουλάχιστον. Τέτοια είναι η καρκινική πορεία ακόμα και των πιο εξαιρετικών στοχαστών.
Θά ‘πρεπε να περιμένει την Κομμούνα του 1871, τη δημιουργία απ’ τους εργάτες και τον λαό του Παρισιού μιας νέας μορφής θέσμισης, για να δει σ’ αυτήν ο Μαρξ «τη μορφή που επιτέλους βρέθηκε της δικτατορίας του προλεταριάτου», και να πάρει απ’ αυτήν το τελικά φανερό μάθημα: ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί απλά να χρησιμοποιήσει τον παλιό κρατικό μηχανισμό, ότι θα πρέπει να τον καταστρέψει και να δημιουργήσει στη θέση του μια «εξουσία που δεν είναι πια κράτος με την τρέχουσα έννοια του όρου», γιατί δεν είναι τίποτε άλλο απ’ τον οργανωμένο λαό, που χαρακτηρίζεται απ’ την εκλογή και τη διαρκή ανακλησιμότητα των όσων ασκούν δημόσια «λειτουργήματα», απ’ την εξαφάνιση των προνομίων των λειτουργών, κτλ. Κι είναι αυτή η σύλληψη, ξέρουμε, που υποστήριζε ο Λένιν «πριν» τον Οκτώβρη στο «Κράτος κι Επανάσταση». Ούτε ο Μαρξ ούτε ο Έγκελς, ούτε ο Λένιν, δε μίλησαν έστω και για μια στιγμή για το «Κόμμα» σαν «όργανο» (ούτε περισσότερο σαν «διευθυντικό όργανο») της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Θα μπορούσαμε ακριβώς να τους μεμφθούμε ακριβώς για το ότι «αγνόησαν» το πρόβλημα του Κόμματος και των κομμάτων – ξέροντας πως οι πολιτικοί διαχωρισμοί είναι δυνατοί, κι ακόμα αναπόφευκτοι, «στο εσωτερικό του προλεταριάτου». Αλλά, δεν «ταύτισαν» στα «γραπτά» τους την εξουσία του προλεταριάτου με την εξουσία του Κόμματός «του».
Η αλλαγή είναι ριζική στον Λένιν – και τον Τρότσκι – μετά τον Οκτώβρη. Μέσα στο «Κράτος κι Επανάσταση», ο Λένιν εξήγησε ότι η εξουσία του προλεταριάτου δεν είναι άλλο από την εξουσία των οργανισμών των μαζών, ότι κάθε κρατικός μηχανισμός «διαχωρισμένος» απ’ τον πληθυσμό θά ‘πρεπε να εξαφανιστεί, κτλ. Ακόμη κι όρος «Κόμμα» δεν υπάρχει μέσα στο «Κράτος κι Επανάσταση» σαν πολιτική σύλληψη. Από τότε που «καταλήφθηκε η εξουσία», η πρακτική του Λένιν, του Τρότσκι, των μπολσεβίκων σαν κόμματος, δεν είχε τίποτε το κοινό μ’ αυτή τη σύλληψη: αυτό που εγκαθιδρύθηκε και γρήγορα ισχυροποιήθηκε ήταν η εξουσία του «μοναδικού κόμματος». Είναι ανώφελο να επιμείνουμε στα επιχειρήματα με τα οποία ο Λένιν, και περισσότερο ο Τρότσκι, προσπάθησαν αργότερα να δικαιολογήσουν αυτή την πρακτική. Το να λέμε ότι το μπολσεβίκικο κόμμα υποχρεώθηκε αμυνόμενο ν’ αναλάβει μόνο του την εξουσία γιατί όλα τα άλλα κόμματα πρόδιναν ή καταπολεμούσαν την επανάσταση είναι καθαρή διαστρέβλωση: ούτε οι αναρχικοί, ούτε το σύνολο των εστέρων (σοσιαλεπαναστατών), ούτε ακόμη κι οι μενσεβίκοι, δεν αντιτιθόταν στην επανάσταση, αλλά μόνο στην πολιτική των μπολσεβίκων. Στην πραγματικότητα, η «δικαιολόγηση» της εξουσίας του μοναδικού κόμματος, δόθηκε καθαρά απ’ τον Λένιν 2-3 χρόνια αργότερα, στην «Παιδική Ασθένεια...» με τον ίδιο τρόπο του «Υλισμός κι Εμπειριοκριτικισμός»: μέσα στην κοινωνία υπάρχουν τάξεις, οι τάξεις αντιπροσωπεύονται από τα κόμματα, τα κόμματα διευθύνονται από τους ηγέτες. Ένα σημείο είναι όλο. Σε κάθε τάξη αντιστοιχεί («πραγματικά») ένα και μόνον ένα κόμμα, σε κάθε κόμμα μία και μόνο μία πολιτική γραμμή – άρα επίσης, μία και μόνο μία ηγετική ομάδα που εκφράζει, υπερασπίζεται κι αντιπροσωπεύει αυτή τη γραμμή.
Πώς, λοιπόν, αυτή η θέση – που παρμένη από μόνη της δείχνει μια τέτοιαν άγνοια, μια τέτοιαν απέραντη ηλιθιότητα, που δεν θα μπορούσαν οπωσδήποτε ν’ αποδοθούν ούτε στον Λένιν, ούτε στον Τρότσκι – κατάφερε να γίνει αποδεκτή; Δεν υπάρχουν παρά δύο δυνατοί τρόποι γι’ αυτό: κι οι δυο είναι ριζωμένοι στο βαθύτερο εσωτερικό του μαρξισμού σαν «συστήματος» και δείχνουν για άλλη μια φορά την αντινομία που αντιπαραθέτει αυτό το σύστημα στα επαναστατικά σπέρματα της σκέψης του Μαρξ, που εκφράστηκαν απ’ αυτόν ακόμη και στην αναγνώριση του (νεωτεριστικού) χαρακτήρα της Παρισινής Κομμούνας.
«Είτε» το προλεταριάτο φτάνει στην επανάσταση απόλυτα «ομογενοποιημένο», κι αυτό όχι μόνο απ’ την άποψη της «θέσης» του μέσα στην παραγωγή και των «ενδιαφερόντων» του, αλλά ακόμη και πάνω απ’ όλα αναφορικά με την «εκπροσώπηση» που κάνει λόγω αυτής της θέσης, μ’ αυτή την ομογενοποίηση να περιλαβαίνει επίσης κι αναγκαστικά την αυτοματική (ή περίπου) συμφωνία και ως προς τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να εγκαθιδρύσει τη νέα κοινωνία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει (α) ότι η εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας και οικονομίας πραγματώνει «αποτελεσματικά» αυτή την ομογενοποίηση, τουλάχιστον κατά το απαραίτητο (κι αυτό σε κάθε περίπτωση «οικουμενικά»). Σ’αυτό μπορούμε να παρατηρήσουμε το καθαρό χάσμα της σκέψης, όχι μόνο των μαρξιστών, αλλά και των ίδιων των Μαρξ και Λένιν: απ’ τη μια μεριά, θά ‘πρεπε να επιμείνουν σε μια θεωρία της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας που θα κατοχύρωνε αυτή την ομογενοποίηση (χοντρικά στην κοινωνική χημεία του τόμου Ι του «Κεφαλαίου» που αποθέτει διαρκώς το κεφάλαιο στην άνοδο και το προλεταριάτο στην κάθοδο). Απ’ την άλλη μεριά, ήξεραν καλά πως αυτή η εικόνα είναι ψεύτικη (βλ. τα «λεγόμενα» του ώριμου Μαρξ και του Έγκελς πάνω στην αγγλική εργατική τάξη, ή του Λένιν στον «Ιμπεριαλισμό» για την «εργατική αριστοκρατία»). Ξέρουμε καλά πια, ότι μια τέτοια ομογενοποίηση δεν υπάρχει, κι ούτε θα μπορούσε να υπάρξει. «Αλλά επίσης» ενώ η προηγούμενη κατάσταση δεν ήταν ικανοποιητική, (β) ότι σ’ αυτή την ομογενοποίηση της «πραγματικής ύπαρξης» αντιστοιχούσε αυτόματα μια συνείδηση ενοποιημένη και συνολική. Η «πραγματική» ομογενοποίηση δεν θα εξυπηρετούσε σε τίποτε αν στην πράξη επικρατούσαν οι «αυταπάτες» κι οι «λαθεμένες αντιλήψεις». Αλλιώς θά ‘πρεπε να ξαναγυρίσουμε στην πιο χονδροειδή, στην πιο μηχανιστική εκδοχή της «θεωρίας της αντανάκλασης» (τέτοια, πχ που χρησιμοποίησε ο κ. Γκαροντί πριν ανακαλύψει το φως του Χριστού).
«Είτε», αναγνωρίζοντας τον εκθαμβωτικό παραλογισμό και την πρακτική ανουσιότητα αυτών των μύθων, μπροστά σ’ένα όχι ομογενοποιημένο, με «αυταπάτες» και «λαθεμένες αντιλήψεις» προλεταριάτο, αυτή η εκπληκτική κι ανυπόφορη ιδιότητα της διαφοράς απόψεων, θά ‘πρεπε να υποταχθεί σε μια ομάδα, σ’ένα Κόμμα, που δεν έχει αυταπάτες ούτε λαθεμένες αντιλήψεις κι απόψεις, γιατί κατέχει την αλήθεια, την αληθινή θεωρία. Πρέπει, λοιπόν, να ξεχωρίσουμε τους εργάτες σε αυτούς που σκέφτονται και δρουν σε συμφωνία με την «ουσία της ύπαρξής τους», και στους άλλους, που δεν είναι εργάτες παρά επιφανειακά και φαινομενικά, και σαν τέτοιους πρέπει να τους επιβληθεί σιωπή (στην καλύτερη περίπτωση να «διαπαιδαγωγηθούν πατρικά», στην χειρότερη, χαρακτηριζόμενοι κακοί εργάτες ή πράκτορες, να κλειστούν σε στρατόπεδα «συγκέντρωσης – αναμόρφωσης» ή να εκτελεστούν). Όντας αληθινή – δηλ. κατά την μαρξιστική άποψη, αντιστοιχώντας στα ενδιαφέροντα, τα συμφέροντα και τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης – η θεωρία (και το Κόμμα που την φέρει) μπορεί να περάσει πάνω από τα κεφάλια και τα πτώματα των εμπειρικών εργατών για να συναντήσει την ουσία ενός μεταφυσικού προλεταριάτου.
Οι διαφορετικές «θέσεις» των σύγχρονων μαρξιστών πάνω σ’αυτό το θέμα, προήλθαν από μια «διαλεκτική» σαλάτα αυτών των 2 ριζικά διαφορετικών συλλήψεων (και μεταξύ τους ασυμβίβαστων), σαλάτα της οποίας ο συνδετικός ζωμός είναι η διπροσωπία και η κακή πίστη.
Αλλά ας θεωρήσουμε το ίδιο το θέμα (καθ’ εαυτό). Ας υποθέσουμε (καθαρή υπόθεση) την ύπαρξη ενός μαρξιστή που αναγνωρίζει την πραγματικότητα, που παραδέχεται λοιπόν πως το «προλεταριάτο» δεν είναι αποτελεσματικά ομογενοποιημένο, και πως, ομογενοποιημένο ή όχι, μπορεί να περιέχει, και περιέχει στην πραγματικότητα, διαφορετικά ρεύματα σκέψης, και πως η κατοχή καμιάς θεωρίας δεν επιτρέπει (ούτε «δίνει δικαίωμα») να υπερπηδήσουμε αυτές τις απόψεις και ν’ αποφασίσουμε υποκαθιστώντας το προλεταριάτο και προς το συμφέρον του, το τι πρέπει να κάνει και το τι όχι (τέτοιος θά ‘ταν, πχ. ένας «συμβουλιακός» ή λουξεμπουργκιστής «τα σφάλματα του αυθόρμητου μαζικού κινήματος είναι ιστορικά απείρως γονιμότερα απ’ το αλάθητο της καλύτερης Κεντρικής Επιτροπής», που θά ‘χε ξεπεράσει τον οικονομικό μυστικισμό και μηχανικισμό, πχ. «Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου» - και θά ‘χε τα μάτια του ανοιχτά μπρος στην πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου). Μήπως ένας τέτοιος μαρξιστής θα μπορούσε ακόμη να μιλά, μένοντας συνεπής και τίμιος για τη «δικτατορία του προλεταριάτου», και να εννοεί με αυτό πραγματικά τη «δικτατορία» των αυτόνομων συλλογικών οργάνων του «προλεταριάτου»;
Ασφαλώς όχι. Κι αυτό για πολλούς λόγους.
Αρχικά, γιατί και μόνη η σύλληψη του «προλεταριάτου» έχει γίνει ολοκληρωτικά ανεπαρκής. Θα μπορούσαμε να μιλούμε για το «προλεταριάτο» σαν «υποκείμενο» της σοσιαλιστικής επανάστασης εφόσον πιστεύουμε πως μπορούμε να το κάνουμε να αντιστοιχίσει σε μια μαζική και καθαρή ιστορική πραγματικότητα, μια συμπαγή σύλληψη: στους χειρώνακτες εργάτες (ή όπως τό ‘χα κάνει σ’ όλη την πρώτη περίοδο του «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» στους μισθωτούς εργαζόμενους, χειρώνακτες ή όχι, πού ‘ναι υποβιβασμένοι σε ρόλους καθαρής «εκτέλεσης»). Αλλά σήμερα, στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, σχεδόν όλοι είναι μισθωτοί. Οι χειρώνακτες εργάτες κι οι «καθαροί εκτελεστές» έχουν γίνει μειοψηφία μέσα στον πληθυσμό. Αν σκεφτόμαστε αυτούς τους τελευταίους, είναι αδύνατο να μιλούμε για «δικτατορία της συντριπτικής πλειοψηφίας πάνω σε μιαν ελάχιστη μειοψηφία» (Λένιν). Αν μιλήσουμε για «μισθωτούς» γενικά, φτάνουμε σε ανοησίες: μεγάλοι μηχανικοί, γραφειοκράτες, κτλ, περιλαμβάνονται στο «προλεταριάτο», φτωχοί αγρότες και τεχνίτες, όχι. Δεν πρόκειται για κοινωνιολογική, αλλά για πολιτική συζήτηση. Ή η «δικτατορία του προλεταριάτου» δε σημαίνει τίποτε, ή σημαίνει, ανάμεσα στ’ άλλα, ότι τα στρώματα που δεν ανήκουν στο προλεταριάτο δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα, ή δεν έχουν παρά τα όσα περιορισμένα δικαιώματα τους παραχωρήσει καλόβολα το «προλεταριάτο». Οι πραγματικοί υποστηρικτές της «δικτατορίας του προλεταριάτου» θά ‘πρεπε να έχουν το θάρρος να εξηγήσουν ότι, είναι, για λόγους αρχής, υπέρ του περιορισμού των πολιτικών δικαιωμάτων των αγροτών, τεχνικών, μασέρ-φυσιοθεραπευτών, κ.α.· επίσης, ότι η παρουσίαση ενός ιατρικού, λογοτεχνικού, φιλοσοφικού, κτλ, περιοδικού, θα εξαρτάται από διατάξεις που έθεσαν «από τα πριν» οι «προλετάριοι».
Και ποιος λοιπόν είναι «προλετάριος»; Και ποιος «καθορίζει» το ποιος είναι «προλετάριος» και ποιος όχι; Οι συγγραφείς κειμένων πάνω στην παραγωγική και όχι παραγωγική εργασία όπως καθορίζεται στο «Κεφάλαιο»; Οι πόρνες οι σπιτωμένες από έναν προστάτη ανήκουν στο προλεταριάτο (σύμφωνα με το κριτήριο του Μαρξ στα Grundrisse: παράγουν υπεραξία), αυτές που δουλεύουν για λογαριασμό τους όχι; Άρα οι πρώτες θά ‘χουν πολιτικά δικαιώματα κι οι δεύτερες όχι; Αλλά, αλίμονο ακριβώς πάνω στο θέμα της παραγωγικής κι όχι παραγωγικής εργασίας, ο Μαρξ αντιφάσκει κι οι ερμηνευτές του δε μπορούν νά ‘ρθουν σε συμφωνία. Θα πρέπει να περιμένουμε απ’ την Κεντρική Επιτροπή να ξεπεράσει αυτή την αντίφαση και μερικές άλλες;
Στην πραγματικότητα, αυτό που συζητείται εδώ, είναι πολύ βαθύτερο από τον όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» ή ακόμη κι απτό «προλεταριάτο». Είναι όλη η θεωρία των «τάξεων» κι η κυριαρχία που δόθηκε στην οικονομία απ’ το καπιταλιστικό φαντασιακό που κληρονομήθηκε (κι υιοθετήθηκε) ολοκληρωτικά από τον Μαρξ, τελικά όλη η σύλληψη του μετασχηματισμού της κοινωνίας (βρίσκουμε σήμερα τέτοιες φαιδρές εκδοχές στις ψαλμωδίες της CERES, κ.α., πάνω στο «ταξικό μέτωπο»· ποιό «μέτωπο»; Ποιά «τάξη»;). Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, η εγκαθίδρυση της αυτόνομης κοινωνίας, αφορά σήμερα – τό ‘χω εξηγήσει από καιρό[2] - σαν πράξη και σαν δικαίωμα, το σύνολο του πληθυσμού (έξω από ένα, περίπου, 5-10%). Είναι υπόθεσή του – και δε θα μπορούσε νά ‘ναι, παρά μόνο αν ο πληθυσμός, σ’ αυτή την αναλογία, την έκανε υπόθεσή του. Ο Μάης του ‘68, τό ‘δειξε εκθαμβωτικά, τόσο θετικά, όσο και αρνητικά (και, πού ήταν το «ταξικό μέτωπο» το Μάη του ‘68;). Αυτό δεν είναι θέμα μόνο αριθμητικό, ούτε σχετίζεται με τη συμπτωματική στάση αυτού ή εκείνου του κοινωνικού στρώματος. Η ιστορική προετοιμασία, η διαχείριση του πολιτισμού κι η ανθρωπολογική επιχείρηση του κοινωνικού μετασχηματισμού, δε μπορεί, ούτε θα μπορούσε νά ‘ναι έργο ενός «προλεταριάτου», ούτε αποκλειστικά, ούτε καθοδηγητικά. Δεν είναι θέμα απόδοσης σε μιαν ειδική κοινωνική κατηγορία, όποια κι αν είναι αυτή, μιας θέσης κυρίαρχης ή «ηγεμονικής». Ακόμη περισσότερο, δε μπορούμε να ιεραρχήσουμε τη συμβολή των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων σ’αυτό τον μετασχηματισμό και να υποτάξουμε τα υπόλοιπα σε κάποιο απ’ αυτά. Οι βαθιές αλλαγές που έχουν εισαχθεί στη σύγχρονη κοινωνία και ζωή από κινήματα που δεν έχουν (κι ούτε μπορούν να έχουν) ούτε προσδιορισμό, ούτε περιεχόμενο «τάξης» - κίνημα γυναικών, νέων – είναι τόσο πολύ σημαντικές και γόνιμες για την ανακατασκευή της κοινωνίας, όσο κι αυτές που εισήγαγε το εργατικό κίνημα. Πάνω ακριβώς σ’ αυτό το σημείο μπορούμε να παρατηρήσουμε αυτό που έγινε ο βαθειά «αντιδραστικός» χαρακτήρας της μαρξιστικής σύλληψης. Αν οι μαρξιστές όλων των αποχρώσεων (σταλινικοί, τροτσκιστές, μαοϊκοί, σοσιαλιστές, κ.α.) άρχισαν με το να αγνοούν, συνέχισαν με το να καταπολεμούν και τέλος [με το να] προσπαθούν να υποτάξουν, στερώντας τα από κάθε περιεχόμενο, αυτά τα κινήματα (γυναικών, νέων, αυτό δεν είναι ούτε από μυωπία, ούτε από ηλιθιότητα. Εδώ για μια φορά, φάνηκαν συνεπείς στο βαθύ πνεύμα της σύλληψης που επικαλούνται – όχι βέβαια από βαθειά και παράφορη αγάπη για τη συνέπεια, που ποτέ δεν τους διάκρινε, αλλά γιατί η πολιτικό-ιδεολογική τους ύπαρξη εξαρτάται απ’ αυτό: υπάρχουν σα «διευθύνοντες» ή σαν «εκπρόσωποι» του «προλεταριάτου». Ένας μαρξιστής είναι «υποχρεωμένος» να παραδεχτεί ότι αυτά τα κινήματα είναι ελάσσονα και δευτερεύοντα – ή πρέπει να πάψει να είναι μαρξιστής. Γιατί η θεωρία του βεβαιώνει πως όλα είναι υποταγμένα στις «παραγωγικές σχέσεις» και τις κοινωνικές τάξεις που καθορίζονται απ’ αυτές· πώς οτιδήποτε σημαντικό θα μπορέσει να προέλθει από άλλη πηγή; Στην πράξη, αυτά που τέθηκαν από το κίνημα των γυναικών ή των νέων, με την τεράστια ανθρωπολογική αναστάτωση που προκάλεσαν (που συνεχίζεται, και της οποίας είναι αδύνατο να πρωτοειπούμε την πορεία και τις συνέπειες) είναι κοινωνιολογικά τόσο σημαντικά, όσο κι αυτά που τέθηκαν από το εργατικό κίνημα· και, με μιαν έννοια, κι ακόμη περισσότερο, γιατί οι κοινωνικές δομές ενάντια στις οποίες στρέφονται – η κυριαρχία των αρσενικών πάνω στα θηλυκά, η υποταγή των νέων στις παλιότερες γενιές – προηγήθηκαν ιστορικά, απ’ όσα ξέρουμε, απ’ το χωρισμό της κοινωνίας σε «τάξεις», κι είναι πιθανότατα ριζωμένες σε ανθρωπολογικά στρώματα βαθύτερα από την κυριαρχία των μεν πάνω στην εργασία των δε.
Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας, η εγκαθίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας, σημαίνει μια διαδικασία ανθρωπολογικής αναστάτωσης που καθ’ όλες τις ενδείξεις, δε μπορεί να συντελεστεί ούτε αποκλειστικά, ούτε κεντρικά στο επίπεδο του συνόλου της παραγωγής. «Είτε» η ιδέα ενός μετασχηματισμού της κοινωνίας είναι φαντασίωση χωρίς ενδιαφέρον. «Είτε» η καταγγελία της κατεστημένης τάξης, ο αγώνας για την αυτονομία, η δημιουργία νέων τρόπων ατομικής και συλλογικής ζωής αναστατώνουν και θ’ αναστατώσουν (με συγκρούσεις κι αντιφάσεις) όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής. Κι ανάμεσα σ’ αυτές τις σφαίρες, δεν υπάρχει καμιά που παίζει «καθοριστικό» ρόλο, ούτε «σε τελευταία ανάλυση». Και η ιδέα ακόμη ενός τέτοιου «καθορισμού» είναι καθαρή ανοησία.
Τελικά και πάνω απ’ όλα, αν ο όρος κι η ιδέα «προλεταριάτο» έχουν γίνει ασαφείς, ο όρος κι η ιδέα της «δικτατορίας» δεν έγιναν, κι ούτε ήταν ποτέ. Αυτό που ξεχωρίζει σαφώς τον Λένιν ή τον Τρότσκι απ’ τους αλτουσέρ, μπαλιμπάρ, και ελενστάινς, είναι το ότι δεν χαραμίζανε λόγια. Υπάρχει μια πολιτική διάσταση στον άνθρωπο που ασκεί πραγματικά την κρατική εξουσία – ακόμη κι ολοκληρωτικά – που είναι αδύνατο ν’ αντιπαρατεθεί στην πολιτική ανυπαρξία των παραγωγών των ιδεολογικών καταναλωτικών αγαθών. Είναι της ίδιας τάξης με τη διαφορά ανάμεσα στην Άβα Γκάρντνερ και στην άχαρη γεροντοκόρη που ονειρεύεται ότι είναι η Άβα Γκάρντνερ. Ο Λένιν το ήξερε το τι ήταν και το τι θά ‘ναι πάντα η δικτατορία και το είχε θαυμάσια εκφράσει: «Σαν ένα μικρό χαμένο σκυλί που χώνει τη μύτη του εδώ κι εκεί, ο Κάουτσκι, χωρίς να το καταλαβαίνει, έπεσε και πάνω σε μια σωστή ιδέα, στο ότι δηλ. η δικτατορία είναι μια εξουσία που δεν περιορίζεται από κανέναν νόμο»[3]. Αυτή είναι, κι ήταν από πάντα η έννοια του όρου δικτατορία. Δεν περιορίζει κανείς την εξουσία αυτού που την ασκεί «δικτατορικά». Κι όχι μόνο δεν περιορίζεται από «ηθικούς νόμους», «λειτουργικούς νόμους», ή «Συντάγματα», «γενικές αρχές» (όπως, πχ, την μη παραβίαση των νόμων – κάτι που μια δικτατορία αγνοεί πάντα). Αλλά, από τίποτε απολύτως: «ούτε καν απ’ όσα έκανε την προηγούμενη ο δικτάτορας». Δικτατορία σημαίνει ότι μπορεί να τουφεκίσει ανθρώπους σήμερα, «επειδή» υποτάχτηκαν σε νόμους που αυτή η ίδια έθεσε χθες. Το να λέμε ότι αυτό είναι κακός σύμβουλος για την ίδια τη δικτατορία, απ’ την ίδια της την άποψη, δε βοηθά σε τίποτα. Ο Στάλιν πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του κάνοντας ακριβώς αυτό. Δεν ενδιαφέρει το αν ο ατομικός ή συλλογικός δικτάτορας θα μπορούσε να σκεφτεί κατά τα συμφέροντά του, αν θά ‘θελε να εξαλείψει την αυθαιρεσία. Πρόκειται για το να καταλάβουμε πως δικτατορία σημαίνει εξαφάνιση κάθε φραγμού από την αυθαιρεσία της εξουσίας.
Η ιδέα «μιας» εξουσίας – του Στάλιν, του Μάο, του «προλεταριάτου» ή του Θεού Πατρός – που δε θα μπορούσε να περιοριστεί από κανένα νόμο, δεν οδηγεί παρά στην ολοκληρωτική τυραννία (κάθε άλλη άποψη πάνω σ’ αυτό, είναι ανοησία). Η «δικτατορία του προλεταριάτου» σημαίνει πως τα «όργανα του προλεταριάτου» μπορούν να αλλάξουν σα λειτουργία και σα μερική άποψη, τόσο τον προσδιορισμό εγκλημάτων και ποινών, όσο και τους κανόνες της δίκης και του τρόπου εκλογής των δικαστών. Ακόμη κι αν ασκούνταν από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, θα πολεμήσουμε μέχρι θανάτου ενάντια σ’ έναν τέτοιο τύπο εξουσίας.
Αυτά δεν είναι σοφίσματα και υποσημειώσεις. Έχουμε την απόδειξη για το αντίθετο στην ανθρώπινη εξέλιξη, τόσο για το καλύτερο, όσο και για το χειρότερο. Η ιδέα μιας εξουσίας που δεν περιορίζεται από κανένα νόμο – «γραπτό» νόμο, «θετικό» - υποστηρίχτηκε, καθώς ξέρουμε, απ’ τον Πλάτωνα, με μια προβληματική καθόλου ελλειπή. Ο Πλάτωνας λέει στην «Πολιτεία», ότι στον νόμο, που είναι «σαν ένας άκαμπτος κι αδιόρθωτος άνθρωπος» και δεν μπορεί να περιλάβει ούτε αλλαγές περιστάσεων, ούτε μερικές περιπτώσεις, πρέπει ν’ αντιπαρατεθεί ιδεατά ο «βασιλικός άνθρωπος», που ξέρει την κάθε φορά να διατάζει και να ξεχωρίζει το σωστό απ’ το μη σωστό, να αποφασίζει πάνω στη μερική περίπτωση, δίχως να την υποτάσσει στον αφηρημένο οικουμενικό κανόνα. Μ’ αυτή την έννοια και μιλώντας αυστηρά, ο νόμος δεν είναι για τον Πλάτωνα, παρά ένα υποχρεωτικό εμπόδιο επιβεβλημένο από τις ελλείψεις της ανθρώπινης φύσης, και ειδικότερα από το ότι δεν υπάρχει ο «βασιλικός άνθρωπος» (ή ο «βασιλιάς-φιλόσοφος», όπως τον λέει αλλιώς). Αλλά, συγχρόνως, είναι αρκετά ρεαλιστής, ώστε να γράψει, δυο φορές, τους νόμους της πόλης, που κατά τη γνώμη του, θά ‘ταν ορθοί).
Ότι η συζήτηση που γίνεται για τον νόμο μέσα στην «Πολιτεία» δεν πρέπει να υποτιμηθεί, ούτε ως προς το βάθος, ούτε ως προς την επικαιρότητά της, μπορούμε εύκολα να το δείξουμε. Αρχικά, αυτή η συζήτηση είναι που ανοίγει το θέμα της «ισότητας», «συνάμα δικαιοσύνη και υψηλότερη απ’ τη δικαιοσύνη» όπως σοφά την θέτει ο Αριστοτέλης· ισότητα που δε θα μπορέσει «ποτέ» εξ ορισμού, να κατοχυρωθεί απ’ τον νόμο[4]. Το θέμα της ισότητας είναι το θέμα της «ενεργής» κοινωνικής ισότητας – ακόμη και σ’ ένα «στατικό» κοινωνικό πλαίσιο – ανάμεσα σε άτομα πάντοτε «άνισα» κι ανολοκλήρωτα. Στη συνέχεια και κύρια: για τους ίδιους λόγους που αναφέρει ο Πλάτωνας, «ποτέ, απολύτως ποτέ», το θέμα της δικαιοσύνης δε θα μπορέσει να ρυθμιστεί «μόνο» μ’ έναν νόμο, κι ακόμη λιγότερο μ’ ένα νόμο δοσμένο μια για πάντα. Το θέμα που τέθηκε από τον Πλάτωνα – έξω από τις «επιφανειακές» λύσεις που θα μπορούσαμε να φανταστούμε για να το αντιμετωπίσουμε – κάνει φανερό το βάθος του «ουσιαστικού» πολιτικού προβλήματος. Απ’ τη μια μεριά, δε μπορεί να υπάρξει κοινωνία δίχως νόμο. Απ’ την άλλη, ο νόμος, κανένας νόμος, δεν απάντησε κι ούτε θα απαντήσει ποτέ στο θέμα της «δικαιοσύνης». Επιπλέον, θα λέγαμε ότι ο νόμος – το δίκαιο – είναι η «άρνηση» (το «αντίθετο») της δικαιοσύνης. Από τότε που η κοινωνία θα βγει από τη θρησκευτική, παραδοσιακή ή όποιαν άλλη ετερονομία, δε θα μπορεί πια να ζει, σαν αυτόνομη κοινωνία, παρά μόνο μέσα και μέσω αυτού του ανυπέρβλητου «διαχωρισμού» που οδηγεί στο βασικό θέμα, στο θέμα της δικαιοσύνης. «Μια κοινωνία δίκαιη, δεν είναι μια κοινωνία που καθιέρωσε, μια για πάντα, δίκαιους νόμους. Είναι μια κοινωνία όπου το θέμα της δικαιοσύνης μένει πάντα ανοιχτό» - αλλιώς, όπου υπάρχει πάντα αποτελεσματική κοινωνική δυνατότητα για προβληματισμό πάνω στο νόμο και τη λειτουργία του. Αυτός είναι ένας άλλος τρόπος για πούμε ότι κινείται σταθερά προς την κατεύθυνση της αυτοθέσμισής της.
Κι εδώ ακόμη, ο Μαρξ μένει πολύ πλατωνικώτερος απ’ ότι φαντάζεται, τόσο γιατί προβάλλει τη «δικτατορία του προλεταριάτου», όσο και γιατί αφήνει να περιμένουμε ότι κατά την διάρκεια της «ανώτερης φάσης της κομμουνιστικής κοινωνίας» το δίκαιο («φύσει άνισο» όπως το λέει) θα εξαφανιστεί, γιατί θα έλθει «η γενική και ολόπλευρη άνθιση των ατόμων»: ο «ολοκληρωμένος άνθρωπος» πήρε απλά τη θέση του «βασιλικού» ανθρώπου».
Ο Πλάτωνας, όπως κι ο Μαρξ, θεωρεί σχετικό τον θεσμισμένο νόμο – κι έχει δίκιο. Θεωρεί ακόμη σχετικό τον νόμο σαν τέτοιο – κι εδώ είναι που φανερώνεται το σχίσμα. Από την ξεκάθαρη και δικαιολογημένη καταγγελία ότι όλοι οι νόμοι είναι πάντα λειψοί και ατελείς, κι από την αφηρημένη του οικουμενικότητα, ο Πλάτωνας βγάζει το «ιδεατό» συμπέρασμα ότι η μόνη δίκαιη εξουσία θά ‘ναι αυτή του «βασιλικού ανθρώπου ή του βασιλιά φιλοσόφου» και το «πραγματικό» συμπέρασμα, ότι πρέπει να σταματήσει η κίνηση, να περιοριστεί μια για πάντα η κοινότητα μέσα σ’ ένα καλούπι καμωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε ο εξ ορισμού αναπόφευκτος διαχωρισμός ανάμεσα στον «ενεργό τρόπο ύπαρξης» της πόλης και στον νόμο να περιοριστεί όσο είναι εφικτό. Ο Μαρξ, βγάζει το συμπέρασμα ότι θα πρέπει να τελειώνουμε με το δίκαιο και τον νόμο και να φτάσουμε σε μια κοινωνία καθορισμένων τυχαίων, όπου αφού η άρση της αλλοτρίωσης θα φανερώσει την αρχική καλή φύση του ανθρώπου (που αποκρύβουν τόσο οι «αντικειμενικές» συνθήκες, όσο και τα φορτία των υποκειμένων), θα επιτρέψει την ολοκληρωτική απορρόφηση της θέσμισης, των κανόνων, από την ψυχοκοινωνική οργάνωση των ατόμων (δηλ. εσωτερίκευσή τους). Στις δυο περιπτώσεις – όπως και στην υπόλοιπη πολιτική φιλοσοφία ως τις μέρες μας – είναι παρεξηγημένα: η ουσία του κοινωνικο-ιστορικού, της θέσμισης, η σχέση ανάμεσα σε θεσμίζουσα και θεσμισμένη κοινωνία, και η σχέση ανάμεσα στην κοινότητα, τον νόμο και το περιεχόμενο του νόμου. Ο Πλάτωνας υποτίμησε την ικανότητα της κοινότητας να ρυθμίζει τα θέματά της. Ο Μαρξ ονειρεύτηκε μια κατάσταση όπου αυτή η ρύθμιση θα γινόταν απόλυτα τυχαία· αλλά η ιδέα μιας κοινωνίας που λειτουργεί με κανόνα τις συμπτώσεις, είναι όχι συμπαγής, όχι συνεκτική. Ο Αριστοτέλης δίκαια θα τους παρατηρούσε, ότι δε θα ήταν παρά για άγρια θηρία ή για θεούς. Κι αν τού ‘λεγαν ότι στην «ανώτερη φάση του κομμουνισμού», τέτοιαν που την ονειρεύτηκε ο Μαρξ, το δίκαιο και ο νόμος θά ‘ταν περιττά γιατί οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς και συνύπαρξης θά ΄χαν εσωτερικευθεί ολοκληρωτικά από τα άτομα (θά ‘χαν ενσωματωθεί στη δομή τους) θα πολεμούσε μέχρι θανάτου μια τέτοιαν άποψη. Η θέσμιση «ολοκληρωτικά» εσωτερικευμένη, θα ισοδυναμούσε με την πιο απόλυτη τυραννία και συνάμα, με το σταμάτημα της ιστορίας. Καμιά αποστασιοποίηση από τη θέσμιση δε θά ‘ναι πια πιθανή, καμιά αλλαγή στη θέσμιση δε θά ‘ναι πια δυνατή. Δεν μπορούμε να κρίνουμε και ν’αλλάζουμε τον κανόνα αν «είμαστε» (το μέσα μας) ο κανόνας, αν δεν υφίσταται ο διαχωρισμός, αν δεν διατηρείται μια κάποια εξωτερικότητα, αν ο νόμος δεν μπορεί να τεθεί «απέναντί» μας. Αυτή είναι η ίδια η συνθήκη, αυτό που μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε, να σκεφτούμε πως θα μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά.
Κατάργηση της ετερονομίας δε σημαίνει κατάργηση της διαφοράς ανάμεσα σε θεσμίζουσα και θεσμισμένη κοινωνία – πράγμα από κάθε άποψη αδύνατο – αλλά, κατάργηση της «υποταγής» της πρώτης στη δεύτερη. Η κοινότητα θα δίνει στον εαυτό της, η ίδια τους κανόνες της, προσέχοντας νά ‘ναι «αυτή η ίδια» που «της» τους δίνει, ότι οι κανόνες θά ‘ναι (ή θα γίνονται καθημερινά) κατά κάποιον τρόπο ατελείς και ότι θα μπορεί η ίδια να τους αλλάζει όταν γίνονται ατελείς – και ότι αυτοί θα την δεσμεύουν για όσον καιρό δεν τους έχει «κανονικά» αλλάξει.
Απρίλης-Μάης 1979
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου